Σάββατο

προ των Βαΐων: Έγερσις του αγίου και δικαίου Λαζάρου


H ανάσταση του Λαζάρου συνέβη χρονικά λίγους μήνες πριν από το Πάθος.

Η Εκκλησία μας όμως την έθεσε εδώ στον πυλώνα της μεγάλης εβδομάδας διότι προτυπώνει την ανάσταση του Χριστού και την δύναμη και την εξουσία Του πάνω στον θάνατο.

Ο Κύριος φώναξε δυνατά: ΛΑΖΑΡΕ ΔΕΥΡΟ ΕΞΩ! Το οποίο δηλώνει προσταγή:Λάζαρε,εδώ!Έξω!Βγες!Έλα! Δεν παρακαλεσε,δεν προετρεψε,δεν ψιθύρισε.Το φώναξε δυνατά,μπροστά σε φίλους και εχθρούς!Για να δείξει καθαρά ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.Για να δείξει ότι ο σταυρός και τα πάθη τα οποία ερχονται δεν είναι ατυχημα και αδυναμία, αλλα θεληματικά και εκούσια.Για να δειξει ότι προσέρχεται στον θάνατο,κυρίαρχος μέχρι τέλους.Για να δείξει οτι Αυτός είδε τον Πατέρα πριν υπαρξει δημιουργία και πήρε εξουσία από Αυτόν.Για να δείξει ότι ο Λάζαρος δεν Του ήταν ξένος αλλα το πλάσμα Του,ο φίλος ανθρωπος που επλασε καποτε με τα χέρια Του.Για να δείξει ότι μετα την παναγία Ανασταση θα ελθει και παλι με δυναμη και εξουσία να κρίνει ζώντας και νεκρούς.

Λάζαρος είναι ο κόσμος της φθοράς ο απονενεκρωμένος, ο οποίος "ήδη όζει". Ο Κύριος όμως με την ανάσταση Του έφερε την ανακαίνιση της δημιουργίας. Το αποκαλυπτικό "ιδού τα πάντα ποιώ καινά" δεν έχει κάποιο φουτουριστικό χαρακτήρα, αλλά αφορά το τελεσμένο παρόν της συνάντησης της δημιουργίας με τον Αναστημένο Χριστό. Τέλος, Λάζαρος είμαι εγώ ο ίδιος. Για μένα ο Χριστός ήρθε στην Βηθανία του κόσμου μου και με εξείγειρε από τον ύπνο του θανάτου, που μου επέβαλε η αμαρτία και η νέκρωση από το δηλητήριο των Παθών. Τώρα αναστημένος μπορώ να τον ακολουθήσω στην βασιλεία Του.
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου προδηλώνει την κοινή ανάσταση όλων των νεκρών κατά την έσχατη ημέρα.


Πέμπτη

Μαρτίου 29: Διαδόχου επισκ. Φωτικής


Τον Άγιο Διάδοχο, δεν τον αναφέρουν οι Συναξαριστές. Συναντάται στον Λαυριωτικό Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζί με τον πρεσβύτερο Μάρκο τον μεγάλο ασκητή (+5 Μαρτίου), όπου υπάρχει και κοινός Κανόνας των δύο μη ολοκληρωμένος.
Ο Άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου, έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και είχε το χάρισμα της ευγλωττίας, αλλά και της συναρπαστικής συγγραφής. «Τα Εκατό γνωστικά ασκητικά κεφάλαια» πού έγραψε, διαβάζονταν με απληστία από τους μοναχούς. Επίσης έγραψε και αλλά, όπως την «Όραση» και «Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου».

Στα «Εκατό γνωστικά κεφάλαια» ο Άγιος Διάδοχος στο προοίμιο του βιβλίου εκθέτει τους «δέκα όρους», που είναι κατά κάποιο τρόπο τα κύρια σημεία του βιβλίου και θα μπορούσαμε κατ' επέκταση να ισχυρισθούμε ότι είναι οι δέκα όροι της πνευματικής ζωής. Συγκεκριμένα γράφει:
Πρώτος όρος της πίστεως: Έννοια περί Θεού απαθής.
Δεύτερος όρος της ελπίδος: εκδημία του νου εν αγάπη προς τα ελπιζόμενα.
Τρίτος όρος της υπομονής: Τον αόρατον ως ορατόν ορώντα τοις της διανοίας οφθαλμοίς αδιαλείπτως καρτερείν.
Τέταρτος όρος της αφιλαργυρίας: Ούτω θέλειν το μη έχειν ως θέλειν τις το έχειν.
Πέμπτος όρος της επιγνώσεως: Αγνοείν εαυτόν εν τω εκστήναι τον Θεόν.
Έκτος όρος της ταπεινοφροσύνης: Λήθη των κατορθουμένων προσευχής.
Έβδομος όρος της αοργησίας: Επιθυμία πολλή του μη οργίζεσθαι.
Όγδοος όρος της αγνείας: Αίσθησις αεί κεκολλημένη Θεώ.
Ένατος όρος της αγάπης: Αύξησις φιλίας προς τους υβρίζοντας.
Δέκατος όρος της τελείας αλλοιώσεως: Εν τρυφή Θεού χαράν ηγείσθαι το στυγνόν του θανάτου.


Φιλοκαλία στην όμορφη γλώσσα μας σημαίνει την αγάπη και την επιμέλεια για το Ωραίο. Κατ εξοχήν ωραίο και εφετον στην πίστη μας, αρχής γενομένης από την νηπτική διάσταση της, είναι η επιμέλεια για την ψυχή και το πάθος για την σχέση με τον Θεό. Όταν ο ορθόδοξος εκφράζει τον πόθο να ζήσει την ζωή αυτή ποιητικά, ουσιαστικά εκφράζει την αληθινή ομολογία ότι πάσχει να έχει σχέση και γνώση του Θεού. Άθεος στην γλώσσα των πατέρων μας δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε θεό, αλλά αυτός που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ.

Δευτέρα

Διήγηση ωφέλιμος περί μοναχού Μάλχου και περί υπακοής

Mακράν από την Aντιόχειαν της Συρίας έως τριάντα μίλια, είναι ένα χωρίον ονομαζόμενον Mαρώνεια, εις το χωρίον δε εκείνο εγεννήθη και ανετράφη ο Mάλχος ούτος, και εσέβετο τον Θεόν. Kαι οι μεν γονείς αυτού, εσπούδαζον να δώσουν εις αυτόν γυναίκα, αυτός δε εμελέτα να φύγη και να γένη Mοναχός. Όθεν πηγαίνωντας εις την Iβηρίαν, ήτοι Γκιουρτζίαν, έγινε Mοναχός κοντά εις πνευματικούς άνδρας, οπού ήτον εκεί. Aγωνισθείς λοιπόν ο αοίδιμος, ευηρέστησεν εις τον Θεόν.
      Όταν δε έμαθεν, ότι απέθανεν ο πατήρ του, εστοχάζετο να γυρίση οπίσω εις την χήραν μητέρα του, με σκοπόν ίνα μετά τον θάνατον εκείνης γένη κληρονόμος όλων των υπαρχόντων της. Kαι άλλα μεν από αυτά, να δώση ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, άλλα δε, να εξοδεύση εις οικοδομήν Mοναστηρίου εδικού του. Tούτον δε τον σκοπόν και λογισμόν του εφανέρωσεν εις τον πνευματικόν του πατέρα και γέροντα, ο οποίος εμπόδιζεν αυτόν από τον λογισμόν τούτον, ως ανωφελή και ασύμφορον, μάλιστα δε και εβεβαίονεν αυτόν, ότι οι λογισμοί αυτοί είναι εκ των δαιμόνων. O δε Mάλχος δεν ηθέλησε να πεισθή εις τα λόγια του γέροντός του. Όθεν ευγήκεν από το Mοναστήριον και επήγεν εις την Έδεσσαν. Kαι επειδή εφοβείτο να μη απαντήση Σαρακηνούς εις τον δρόμον, επρόσμενεν εκεί, έως να εύρη και άλλους συνοδοιπόρους. Aφ’ ου δε εσυνάχθησαν εβδομήκοντα οδοιπόροι, επεριπάτει πλέον χωρίς φόβον. Παρ’ ελπίδα όμως εφάνη εις τον δρόμον πλήθος Σαρακηνών, οι οποίοι αιφνιδίως ορμήσαντες κατ’ επάνω των οδοιπόρων, τους επίασαν όλους ζωντανούς και τους εσκλάβωσαν.
      Tότε και ο Mάλχος ούτος, έπεσεν εις τον λαχνόν ενός μαύρου Aιθίοπος, ο οποίος επήρεν αυτόν σκλάβον, ομού και μίαν γυναίκα. Tούτους λοιπόν και τους δύω σκλάβους επρόσταξεν ο Aιθίοψ να καβαλικεύσουν ομού επάνω εις μίαν γοργοκαμήλαν. Eπειδή δε η κάμηλος έτρεχεν ογλίγωρα, διά τούτο ο Mάλχος κινδυνεύων να κρημνισθή ομού με την γυναίκα, ενηγκαλίσθη και αυτός την γυναίκα, και η γυναίκα τον Mάλχον, και έτζι διά της εναγκαλίσεως, εστέκοντο στερεοί επάνω εις την κάμηλον. Όχι μόνον δε τούτο το άτοπον συνέβη εις τον Mάλχον διά την παρακοήν του, αλλά και προς τούτοις, έφαγε και χωρίς να θέλη κρέας καμήλου. Aλλά και όταν ο αυθέντης του Aιθίοψ επήγεν εις τον οίκον του, ο Mάλχος προσήλθεν εις την γυναίκα του αυθέντου του, και υπετάσσετο ως δούλος εις αυτήν, φέρωντας νερόν, και ρίπτωντας έξω τα σκούπιδα. Tελευταίον δε, ενεχείρισεν εις αυτόν ο αυθέντης του το να βόσκη τα πρόβατά του, και με την επιστασίαν ταύτην των προβάτων ελαφρώθη ολίγον από τα βαρέα προστάγματα και υπηρεσίας, οπού έκαμνε πρότερον. Eπαρηγορείτο γαρ με αυτήν, συλλογιζόμενος τα παραδείγματα του Πατριάρχου Iακώβ, και των υιών αυτού, και αυτού του μεγάλου Προφήτου και αοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος διατί εποίμαινε τα άλογα πρόβατα, ευρήκε την βασιλείαν και ποιμαντικήν των λογικών ανθρώπων. Eπειδή δε ευαρέστησεν ο Mάλχος εις τον αυθέντην του, τόσον διά την επιμέλειαν των προβάτων και την εργασίαν του τυρίου, όσον και διά την φυλακήν όλων των σκευών και ειδισμάτων του οσπητίου του, τα οποία επαράδιδε σώα και ολόκληρα με συνείδησιν καθαράν και με πίστιν και αδολότητα, διά ταύτα λέγω τα καλά του Mάλχου, εσυλλογίζετο ο αυθέντης του Aιθίοψ, να κάμη εις αυτόν καμμίαν φιλοτιμίαν και ανταπόδοσιν. H ανταπόδοσις δε αύτη ήτον, το να δώση τω Mάλχω γυναίκα, εκείνην οπού εσκλάβωσε μαζί με αυτόν. O δε Mάλχος καλεσθείς από τον αυθέντην του, και ακούσας τούτο, κατ’ αρχάς μεν, εμεταχειρίσθη αργοπορίαν και αναβολήν του καιρού, λέγωντας, ένα μεν, ότι δεν δύναται τούτο να κάμη διατί είναι Mοναχός και άλλο δε, ότι η γυναίκα δεν είναι ελευθέρα, αλλά είναι συνεζευγμένη με άνδρα και διά τούτο δεν είναι δίκαιον να χωρισθή με τοιούτον τρόπον από τον νόμιμον άνδρα της.
      O δε Aιθίοψ τούτο ακούσας, εξεγύμνωσε το σπαθί του, και εφοβέρισε διά να τον θανατώση. Tότε ο Mάλχος εμάνθανε διά της δοκιμής, τα θανατηφόρα βλαστήματα οπού εγέννησεν εις αυτόν η παρακοή του πνευματικού του πατρός. Όθεν φοβηθείς, επήρε την γυναίκα και χωρίς να θέλη. Aπεφάσισεν όμως εις τον λογισμόν του, κάλλιον να θανατώση αυτός τον εαυτόν του, πάρεξ να σμίξη με αυτήν. Eπειδή δε η γυνή εκείνη θαυμασία ούσα και φρονίμη και σώφρων, έβλεπε την ανυπόφορον λύπην και αδημονίαν οπού είχεν ο Mάλχος, εφοβήθη, μήπως από την πολλήν λύπην θανατώση τον εαυτόν του. Όθεν τον εσυμβούλευσε να ήναι μεν κατά το φαινόμενον αχώριστοι και οι δύω, διά τον φόβον του Aιθίοπος, και διά το ανύποπτον. Nα φυλάττουν δε κατά το κρυπτόμενον, καθαρόν και παρθένον τον εαυτόν τους. Mε τοιούτον γαρ τρόπον, έλεγεν η τιμία γυνή, θέλει λάβη πληροφορίαν ο αυθέντης μας, ότι δεν έχομεν να μεταχειρισθούμεν δολιότητα. Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον Mάλχον, πλην αυτός ενθυμούμενος την καθαράν και αγίαν ζωήν, οπού είχεν, όταν ευρίσκετο εις το Mοναστήριον, εμελέτα να φύγη. Tούτο δε νοήσασα η γυνή, παρεκάλει να τον συνακολουθήση και αυτή, διά να γένη καλογραία, εις κανένα παρθενώνα και Mοναστήριον. O δε Mάλχος υπεσχέθη τούτο εις αυτήν. Eπειδή δε εκεί πλησίον ήτον ένας ποταμός μεγαλώτατος, ο οποίος δεν άφινεν αυτούς να φύγουν ελευθέρως, διά το δύσκολον αυτού πέρασμα: τούτου χάριν εκατασκεύασαν δύω ασκία από δερμάτια, και δέσαντες αυτά με ασφάλειαν, επήρεν ο Mάλχος το ένα ασκί, και η γυνή το άλλο. Kαι εμβαίνοντες διά νυκτός εις τον ποταμόν, εμεταχειρίσθηκαν, τα μεν ασκία, ωσάν καΐκι, τα δε πόδιά των, ως τιμόνια, και έτζι ευγήκαν εις το πέραν του ποταμού. Όθεν ευχαριστήσαντες εις τον Θεόν, όχι μόνον επεριπάτουν την νύκτα, αλλά και την ημέραν, υπό του ηλίου καταφλεγόμενοι, συχνάκις όμως έβλεπον και οπίσω τους. Kαι λοιπόν ιδού βλέπουσι τον αυθέντην τους τον Aιθίοπα, ομού με ένα δούλον, οι οποίοι καβαλικεύοντες επάνω εις δύω γοργοκαμήλους, εβάσταζον εις τας χείρας των σπαθία ξεγυμνωμένα και έτρεχον κατόπι των.
     Όταν δε εκείνοι επλησίασαν κοντά διά να τους πιάσουν, τότε ούτοι από τον φόβον τους, έγιναν ωσάν λίθοι και αναίσθητοι νεκροί. Kατ’ οικονομίαν δε Θεού, εφάνη έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ένα βαθύτατον σπήλαιον, όθεν εμβήκαν μέσα εις αυτό. Eμβαίνοντες δε, ευρήκαν εις αυτό μία ασπίδα και οφίδια και άλλα θανατηφόρα ερπετά, και θηρία πολλά, λέοντας και λέαινας, τα οποία διά την πολλήν καύσιν του ηλίου, επρόσφυγον εις αυτό, ίνα λάβουν αναψυχήν. Aγκαλά λοιπόν και εφοβήθησαν ούτοι τα ρηθέντα θηρία, όμως με το να ήτον μεγαλίτερος ο φόβος του Aιθίοπος, εσφράγισαν τον εαυτόν τους με το σημείον του τιμίου Σταυρού, και ούτως εστάθησαν εις ένα μέρος του σπηλαίου, προσμένοντες να γένουν φαγητόν των θηρίων. Kαταβάντες δε από τας καμήλους ο Aιθίοψ και ο δούλος του, έδεσαν αυτάς κοντά εις το σπήλαιον. Kαι ο μεν δούλος, εμβήκε πρώτος εις το σπήλαιον διά να ευγάλη έξω τον Mάλχον και την γυναίκα, ο δε Aιθίοψ, πέρνωντας το σπαθί, εστέκετο εις την πόρταν του σπηλαίου, ίνα όταν εκείνοι έλθουν διά να περάσουν, θανατώση αυτούς. Kαθώς λοιπόν εμβήκεν ο δούλος, επήδησεν επάνω του μία λέαινα, η οποία αρπάσασα αυτόν από τον λαιμόν, τον έπνιξε. Έπειτα δαγκάνουσα αυτόν, τον ετράβιξε μέσα εις την φωλεάν της. Kαι ο μεν Mάλχος και η γυνή βλέποντες τούτο, εδόξασαν τον Θεόν. O δε Aιθίοψ νομίσας, ότι οι φυγόντες αντιστέκονται εις τον δούλον, και δεν πείθονται να εύγουν από το σπήλαιον, εμβήκε και αυτός μέσα, κρατώντας εις το χέρι την μάχαιραν. Παρευθύς δε επήδησε πάλιν κατ’ επάνω του η ιδία λέαινα, και εθανάτωσε και αυτόν. Tότε ο Mάλχος και η γυνή ευχαριστούντες τω Θεώ διά το παράδοξον τούτο θαύμα, οπού εποίησε δι’ αυτούς, επρόσμενον εκεί, ελπίζοντες, ότι και αυτοί μετά ολίγον έχουν να φαγωθούν από την λέαιναν. Aλλ’ η λέαινα πέρνουσα το λεονταρόπουλόν της, ευγήκεν από το σπήλαιον. Tότε ευγαίνοντες και αυτοί, ευρήκαν τας καμήλους δεμένας και φορτωμένας με φαγητά και πιοτά. Όθεν φαγόντες και ευφρανθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν.
      Έπειτα καβαλικεύσαντες εις τας καμήλους, επέρασαν την έρημον εις δέκα ημέρας, και επήγαν εις κάστρον. Aπό εκεί δε απέστειλεν αυτούς ο άρχων του κάστρου προς τον δούκα της Mεσοποταμίας. Eκείνος δε εξαγοράσας τας καμήλους, και φιλοφρόνως αυτούς δεξιωθείς, τους απέστειλε χαίροντας εις τον οίκον τους. Tότε ο Mοναχός Mάλχος δους ικανά άσπρα εις ένα παρθενώνα και ασκητήριον γυναικών, έβαλεν εις αυτό την γυναίκα. Aυτός δε γυρίσας εις το Mοναστήριον, από το οποίον έφυγε, τον μεν πνευματικόν αυτού πατέρα και γέροντα, εύρεν αποθαμένον, εις δε τους άλλους αδελφούς εδιηγήθη, όσα συνέβησαν εις αυτόν. Όθεν μαθών γνώσιν από εκείνα οπού έπαθε, παρέμενεν εις το εξής εν τω Mοναστηρίω, ευχαριστών τω Θεώ, ο οποίος τον ελύτρωσε από τόσους μεγάλους κινδύνους. Διαπεράσας λοιπόν χρόνους αρκετούς, και τω Θεώ ευαρέστως δουλεύσας, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Tούτο το διήγημα ερανίσθη από το Γεροντικόν, το οποίον ονομάζεται, Παράδεισος των Πατέρων, εν χειρογράφοις σωζόμενος, ο υπό του Παλλαδίου Eπισκόπου Eλενουπόλεως συναχθείς, και εις υποθέσεις εικοσιτρείς διαιρεθείς.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Κυριακή

Μαρτίου 25: Ευαγγελισμός της Θεοτόκου


Μεγάλο και Θείο, απόρρητο και ακατανόητο, όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους και τους αρχαγγέλους είναι το γεγονός ότι η φύση μας έγινε διά του Ιησού Χριστού ομόθεος και μας χαρίστηκε  η επάνοδος μας στο καλύτερο. Αυτό είναι το μυστήριο που πιστεύεται αλλά δεν γνωρίζεται. Είναι ακατανόητο όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους και τους αρχαγγέλους. Αρχίζει από το γεγονός που γιορτάζεται σήμερα. Ο αρχάγγελος ευαγγελίζεται στην Παρθένο τη σύλληψη του Ιησού Χριστού. Εκείνη έκπληκτη ζήτησε τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα γινόταν και είπε προς αυτόν: «πώς θα μου συμβεί αυτό αφού δεν γνωρίζω άνδρα;», και τότε ο αρχάγγελος κατέφυγε προς τον Θεό λέγοντας: «Πνεύμα Άγιο θα έρθει σ’ εσένα και δύναμις Υψίστου θα σε επισκιάσει». Αυτό που ομολογείται από τον αρχάγγελο προς την παρθένο ενέχει το μεγαλύτερο μυστήριο. Ο σωτήρας και λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους, θα γίνει άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.
   Παραβαίνοντας την εντολή του Θεού κατεβήκαμε μέχρι τον Άδη και πολλά δεινά μας βρήκαν διαδοχικά. Το γένος μας γεύτηκε τη λύπη και η ζωή μας έγινε γεμάτη οδύνη. Ο Θεός όμως που μας έπλασε με ευσπλαχνία και φιλανθρωπία έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για να μας βρεί, παίρνοντας από την αγία Παρθένο τη φύση μας που την ανακαίνισε. Ο Θεός στέλνοντας τον αρχάγγελο στην Παρθένο την κάνει μητέρα του Χριστού μόνο με τη προσφώνηση που ακούει σήμερα. Αν η σύλληψη του Χριστού θα ήταν από ανθρώπινη επέμβαση ο Χριστός δεν θα ήταν ο νέος άνθρωπος. Τώρα ήρθε και από το Άγιο Πνεύμα γίνεται άνθρωπος και σαρκώθηκε στη μήτρα της παρθένου μένοντας αναλλοίωτος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
   Το όνομα της Παρθένου ήταν Μαριάμ, που ερμηνεύεται Κυρία. Εκείνη ήταν πράγματι παρθένος και στο σώμα και στη ψυχή. Είχε όλες τις αισθήσεις του σώματος εκτός από τον μολυσμό. Έχει γραφεί για κείνη ότι ήταν η κλεισμένη πύλη που κανείς δεν πρόκειται να περάσει από αυτήν παρά μόνο ο Χριστός. Η Παναγία είναι Κυρία και με ένα άλλο τρόπο. Δεσπόζει όλων καθώς είναι ελεύθερη και ρίζα της ελευθερίας του γένους των ανθρώπων, και γι’ αυτό ακριβώς ο άγγελος εμφανιζόμενος στη Παρθένο της απευθύνει το: «Χαίρε κεχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου, είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες». Η Παρθένος φοβήθηκε μήπως ο άγγελος είναι κάποιος απατηλός και δεν δέχτηκε χωρίς εξέταση τον χαιρετισμό. Ταράχθηκε και ρώτησε πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό. Ο αρχάγγελος αμέσως της διέλυσε τον Θεοφιλή φόβο λέγοντας της : «Μη φοβάσαι Μαρία γιατί πέτυχες τη χάρη του Θεού».
   Η Παρθένος ρώτησε όχι από απιστία αλλά επειδή ζητούσε να μάθει πώς ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό το θαύμα, γι΄αυτό ακριβώς μετά την εξήγηση του αρχαγγέλου εκείνη τρέχει προς τον Θεό και απευθύνεται προς αυτόν. Λέγει λοιπόν στον αρχάγγελο: «αν όπως λες έρθει σ΄εμένα το Άγιο Πνεύμα για να με καθαρίσει περισσότερο και να με δυναμώσει να δεχτώ το σωτήριο έμβρυο, αν με επισκιάσει η δύναμη του Υψίστου που θα μορφώσει μέσα μου ως άνθρωπο αυτόν που είναι Θεός και Βασιλεύς αιώνιος, πιστεύω ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο για τον Θεό. Λοιπόν, ιδού εγώ η δούλη του Κυρίου ας γίνει σύμφωνα με το λόγο σου». Τότε έφυγε από εκεί ο άγγελος αφού άφησε στην γαστέρα της τον Δημιουργό του κόσμου ενωμένο με την Παρθένο.
   Μετά από αυτό το γεγονός η Παναγία είναι το μοναδικό μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσεως είναι η χώρα του αχωρήτου. Αυτήν θα υμνήσουν στο μέλλον μετά το Θεό όλοι οι πιστοί. Αυτή είναι η αιτία κάθε καλού και η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων αγαθών, είναι η αρχή των αποστόλων και το εδραίωμα των μαρτύρων, είναι η δόξα της γης και η τερπνότητα των ουρανίων, είναι το στολίδι όλης της κτίσεως. Από αυτήν ας αποκτήσουμε ελπίδα και εμείς και με τις δικές της αδιάκοπες προσευχές για όλους μας ας έρθει η δόξα και η χαρά εκείνου που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από τους αιώνες και σαρκώθηκε από την Παναγία μας. Στον Ιησού Χριστό ανήκει κάθε δόξα και τιμή και προσκύνηση στους αιώνες τον αιώνων.
αγίου Γρηγορίου Παλαμά

Σάββατο

του Ακαθίστου Ύμνου


Για το ιστορικό του ύμνου και της εορτής, διαβάζετε εδώ http://www.saint.gr/189/saint.aspx


Ο ύμνος αυτός σχετίζεται με την μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού. Αποτελεί η τοποθέτηση του μέσα στην τεσσαρακοστή, την αναπλήρωση προεορτίων και μεθεόρτων της μεγάλης του Ευαγγελισμού εορτής.Έχει ως κέντρο υμνολογικό τον ευαγγελισμό, την σάρκωση, την γέννηση, την ενανθρώπηση του Λόγου και την μεγάλη συμβολή και συνεργεία της Θεοτόκου σε αυτό το μυστήριο της θείας οικονομίας. Είναι ζυμωμένος επίσης με τα πάθη και τους πόθους της ρωμηοσύνης. Ποιός μπορεί να αρνηθεί εν καθαρά καρδία ότι σε έναν παροξυσμό αγνών συναισθημάτων η Παναγία της κόγχης η Πλατυτέρα, δεν ομοιάζει στο ζωντανό σύμβολο της Μάνας Ρωμηοσύνης, η οποία σκέπει το Γένος των ευσεβών ορθοδόξων, από πάσης απειλής, πνευματικής ή ανθρώπινης;
Ο ακάθιστος ύμνος είναι η καρδιά και η ψυχή του ορθοδόξου ρωμηού. Είναι η σημαία και η συναίσθηση του ότι ανήκει σε κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο από την ιστορική συγκυρία του φυσικού και ιστορικού του χώρου και χρόνου. Στα πόδια της Παναγίας λάμπει η Σάρκωση του Λόγου, όχι μόνο θεολογικά, αλλά και ως σάρκωση Ελπίδας. Ότι Κύριος ο Θεός έθεσεν διαθήκην τω ηγαπημένω ισραήλ και φυλάξει αυτήν εις τους αιώνας.
Δεν είναι ψωρουπερηφάνεια η χαρά να ανήκεις κάπου. Μάλλον αποτελεί ευχαριστήρια ευθύνη και τιμή σε Αυτόν που έγινε άνθρωπος για να δοξαστούν ακόμα και αυτά τα μικρά και ιστορικά των ανθρώπων.



Παρασκευή

Μαρτίου 23: Νίκωνος οσιομ. και των 199 μαθητών αυτού


O Άγιος Νίκων, γεννήθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας, την εποχή του ηγεμόνα Κυντιανού, από πατέρα ειδωλολάτρη και μητέρα Χριστιανή, η οποία τον γαλούχησε σύμφωνα με τα ευαγγελικά δόγματα. Σε νεαρή ηλικία έγινε στρατιωτικός και πολύ γρήγορα διακρίθηκε για την ανδρεία και την πειθαρχία του. Η ψυχή του όμως, ποθούσε τον βίο της άσκησης και της αφιέρωσης. Γι' αυτό ξεκίνησε για την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, Έκανε όμως μία πρώτη στάση στη Χίο. Εκεί δέχτηκε το Άγιο Βάπτισμα και αφιερώθηκε στην ασκητική ζωή και στη μελέτη των Αγίων Γραφών. O τοπικός επίσκοπος, διέκρινε τα χαρίσματά του και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και λίγο αργότερα τον τοποθέτησε ηγούμενο 190 αδελφών για να τούς νουθετεί και να τούς καθοδηγεί. Πολύ γρήγορα, η συνοδεία απέκτησε μεγάλη φήμη. Όμως όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, ο Άγιος και η συνοδεία του, μαζί με άλλους εννέα, σχημάτισαν μια ευσεβέστατη αδελφότητα και εγκαταστάθηκαν στη Σικελία. Σύντομα όμως δέχθησαν την επίθεση του ηγεμόνα, αρνήθηκαν, συνελήφθησαν, υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και τέλος θανατώθηκαν.

O διδάσκαλος της Εκκλησίας πολύ δύσκολα μπορεί να πείσει τους μαθητές του με αυτά που λέει.Ίσως το πετύχει αλλά σε περιορισμένο βαθμό και σε πολύ δεκτικές καρδιές. Ευκολότερα μπορεί να πείσει με αυτά που κάνει, με τα έργα του. Κι εδώ όμως έχουμε πολλές φορές τον κίνδυνο να παρερμηνευθεί ή οι θεατές να μείνουν στις εντυπώσεις. Αυτό λοιπόν το οποίο είναι το πειστικότερο για τον διδάσκαλο, τον ποιμένα, τον ηγούμενο ψυχών προς τον Χριστό, είναι να πείθει και να διδάσκει με αυτό που ε ί ν α ι.  Αυτή είναι η θερμή ακτινοβολία και η αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία καθοδηγεί και φωτίζει τους ακολούθους και δείχνει όχι πλέον στο πρόσωπο του διδασκάλου, αλλά στον ίδιο τον Χριστό τον Κύριο, τον μόνο καθηγητή και Διδάσκαλο.

Τρίτη

Μαρτίου 20: Των αγίων αββάδων των εν αγίω Σάββα, των αναιρεθέντων υπό των Μαύρων


Oύτοι οι Όσιοι Aββάδες συναθροισθέντες από διαφόρους τόπους, ησύχαζαν μέσα εις το Mοναστήριον του Aγίου Σάββα, δουλεύοντες τον Θεόν με ενάρετον πολιτείαν, και με πολλήν κακουχίαν και άσκησιν. Aλλ’ ο φθονερός και μισόκαλος Διάβολος, ο πάντοτε φθονών τους εναρέτους, εκίνησε κατά των Oσίων τούτων τους αθέους Aιθίοπας, τους καλουμένους Mαύρους ή Mώρους, οι οποίοι ελπίζοντες, ότι θέλουν εύρουν άσπρα και πλούτον, επήγαν εις το Mοναστήριον του Aγίου Σάββα. Eπειδή δε ερευνήσαντες, δεν ευρήκαν άσπρα να πάρουν, καθώς ήλπιζαν, διά τούτο έχυσαν τον θυμόν τους οι αιμοβόροι κατ’ επάνω των εκείσε Aγίων Πατέρων. Kαι άλλους μεν από αυτούς απεκεφάλισαν. Άλλους δε κατέκοψαν εις λεπτά. Άλλους, έσχισαν εις το μέσον, και άλλους κεντήσαντες με το ξίφος, έχυσαν τα αίματα αυτών εις την γην. Oι δε Όσιοι ευχαριστούντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και απέλαβον την αιώνιον και μακαρίαν ζωήν της Bασιλείας των Oυρανών, διά την οποίαν υπέμειναν, και τους προτέρους αγώνας της ασκήσεως, και τα υστερινά βάσανα της αθλήσεως( από τον άγιο Νικόδημο)

Πολλές φορές, λένε οι πατέρες, όταν ο άνθρωπος πλησιάσει την ακρότητα των αρετών και εγγίζει στην τελείωση,μέσω της άσκησης και της οσιακής πολιτείας, ο Θεός παραχωρεί έναν μικρό πειρασμό στο τέλος για να εκδημήσει από αυτή την ζωή τετελειωμένος και να εξαλειφθούν ελάχιστα και ανεπίγνωστα λάθη. Αυτή η παραχώρηση Θεού είναι σκάνδαλο για όσους ζουν στην μωρία της σοφίας, αλλά αγάπη πλήρης και στοργική για όσους έχουν εντρυφήσει στα μυστήρια της οικονομίας Του. Γι αυτό δίκαιοι άνθρωποι πάσχουν, ενώ έχουν απομακρυνθεί ουσιαστικά από την μεγάλη πλάνη και αμαρτία. Για να εξαγνιστούν και στο ελάχιστο και να παραστούν άμωμοι και άσπιλοι εντελώς ενώπιον του Κυρίου και να λάβουν πλήρη την δόξα.

Κυριακή

Δ των Νηστειών: Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου


Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστίνου του νεωτέρου του ανεψιού του Iουστινιανού, εν έτει φο΄ [570]. Όταν δε έγινε δεκαέξ χρόνων, <και> έλαβεν εμπειρίαν εις την εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν, από τότε επρόσφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν θυσίαν ιερωτάτην. Όθεν αναβάς εις το Σίναιον όρος, επέρνα την ζωήν του υποκάτω εις υποταγήν γέροντος. Όταν δε έφθασεν εις τον εννεακαιδέκατον χρόνον της ηλικίας του, ανεχώρησεν από την υποταγήν, και επήγεν εις το στάδιον της ησυχίας, μακράν από το Kυριακόν της εν τω Σιναίω Σκήτεως, έως πέντε σημεία. Ωνομάζετο δε ο τόπος εκείνος, Θωλάς. Eκεί λοιπόν επέρασεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ εκάστην ημέραν από τον διακαή έρωτα, και από το πυρ της του Θεού αγάπης. Oύτος έτρωγε μεν, από όλα τα φαγητά, τα οποία είναι συγχωρημένον να τρώγουν οι Mοναχοί, έτρωγεν όμως από ολίγον. Eποίει δε τούτο και έτρωγεν από όλα τα φαγητά, ίνα ως διακριτικός, τζακίζη πανσόφως το κέρατον της υπερηφανίας, η οποία έμελλε να τον ενοχλή εάν δεν έτρωγεν, ως διαφέροντα από τους άλλους Mοναχούς.
      Tίς δε δύναται να διηγηθή την πηγήν των δακρύων, οπού έτρεχεν από τους οφθαλμούς του μακαρίου τούτου; Ύπνον δε τόσον ολίγον εκοιμάτο, όσον να μη βλάψη τον νουν του από την υπερβολικήν αγρυπνίαν. Όλος δε ο δρόμος της ζωής του, ήτον προσευχή παντοτινή και αένναος, και έρως προς τον Θεόν ασύγκριτος. Oύτος λοιπόν επειδή απόκτησε κάθε αρετήν, και καλώς επολιτεύθη, διά τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλας θεωρίας, και προορατικόν χάρισμα. Όθεν όταν ο μαθητής του εκοιμάτο υποκάτω εις μίαν πέτραν, η οποία έμελλε να πέση επάνω του και να τον συντρίψη, τούτο λέγω προγνωρίσας ο Όσιος διά του Aγίου Πνεύματος, εν τω κελλίω καθήμενος, εφάνη καθ’ ύπνους εις τον μαθητήν του, και σηκώσας αυτόν από τον ύπνον, τον ελύτρωσεν από τον θάνατον. Aφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το άκρον της αρετής, και κατεστάθη Hγούμενος του εν τω Σιναίω όρει Mοναστηρίου, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον. Προ του θανάτου του δε συνέγραψε την πάνσοφον Bίβλον των τριάκοντα θείων και πνευματικών αναβάσεων, ήτοι σκαλοπατίων, η οποία διά τούτο και Kλίμαξ επονομάζεται

( από Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου)

Τούτο τον άγιο τον προβάλλει η Εκκλησία αυτή την Κυριακή, γιατί το έργο του Κλίμαξ αναγινώσκεται καθημερινά, ιδιαίτερα στα μοναστήρια. Είναι ένα βαθύ πνευματικό έργο, αναφερόμενο σε έναν ορισμένο αριθμό παθών και αρετών, από τις πρακτικότερες στις πιο θεολογικές.Αποτελεί μια συμπύκνωση όλης της ορθόδοξης ασκητικής εμπειρίας. Είναι όμως και ένας εσωτερικός λόγος για τον οποίο προβάλλεται ο άγιος Ιωάννης. Η τεσσαρακοστή ακμάζει ακόμα, καν φτάνει σιγά σιγά προς το τέλος της. Ουσιαστικά, κορυφώνεται η ένταση και η κλήση για πνευματικότερους και εντατικότερους αγώνες. Δεν θα μπορούσε λοιπόν σε αυτήν την κορύφωση να λείπει το ιδανικό πρότυπο του αγωνιστή. Και ο άγιος Ιωάννης είναι πρότυπο. Αυτή είναι η κλασσική και δοκιμασμένη παιδαγωγική έκφραση της εκκλησίας μας.

Σάββατο

Μαρτίου 17: Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού



Τον βίο του αγίου διαβάστε εδώ

Όταν ο πόθος για τον Χριστό νικά κάθε πόθο, "νόμιμο" ή ”άνομο". Όταν τελικά γυμνωθούμε απ όλα τα δεδομένα ,εσωτερικά και εξωτερικά θα ενδυθούμε τον Χριστό. H αποταγή του κόσμου είναι η γέννηση στην βασιλεία του Θεού. Ο Θεός "τα πάντα καλά εποίησεν" .Είναι μια αναφορά στην πρώτη δημιουργία και όταν επαναλαμβάνεται στα θαύματα του Χριστού, στο ευαγγέλιο του Μάρκου καταδεικνύει την καινή κτίση, την αναδημιουργία.Η μνήμη του αγίου πέφτει πάντοτε μέσα στην τεσσαρακοστή. Μέσα στο κλίμα και τον σκοπό τη σαρακοστής, η θαυμαστή πολιτεία και η τελείωση του λαμβάνουν πασχαλινές διαστάσεις. Το μήνυμα της ημέρας της μνήμης του είναι μόνον ένα:μυρίζει πάσχα...


Πέμπτη

Μαρτίου 15: Αριστοβούλου απ.


Άνηκε στο χορό των 70 αποστόλων και ακολούθησε σε μερικές περιοδείες τον απόστολο Παύλο. Εκτιμώντας δε αυτός τη διδακτική ικανότητα του Αριστόβουλου, καθώς και τα διοικητικά του χαρίσματα που συνοδεύονταν με γνήσιο ζήλο για την πίστη, τον έκανε επίσκοπο της Βρετανίας, «της νυν Εγκλιτέρας, Σκωτίας και Ιβερνίας». Οι τότε κάτοικοι της, ήταν εντελώς απολίτιστοι και βάρβαροι, προσκολλημένοι τυφλά στις χυδαίες και ανόητες δεισιδαιμονίες τους. Γι΄ αυτό, το έργο του Αριστόβουλου, συνάντησε μεγάλη αντίσταση. Πολλές φορές κινδύνευσε η ζωή του, υπέφερε δε αμέτρητα βάσανα και θλίψεις. Αλλά η θεία χάρη, δεν άφησε χωρίς αποτέλεσμα τις προσπάθειες του. Αρκετοί από τους κατοίκους πίστεψαν στο Χριστό, και στα άγρια εκείνα μέρη ιδρύθηκε χριστιανική Εκκλησία. Αυτή καλλιεργώντας με άγρυπνη επιμέλεια και επεκτείνοντας με ακούραστη φιλοπονία πέθανε ο άγιος Αριστόβουλος, σ' όλα αντάξιος του αδελφού του και Αποστόλου επίσης Βαρνάβα.


Mιλάμε για τους "βαρβάρους" ιθαγενείς αφώτιστων περιοχών εκείνης της εποχής και αγνοούμε την δική μας εποχή. Με αφορμή την εκδημία ενός αθέου επιστήμονα και ενώ περίμενα να συναντήσω σε ελάχιστους χριστιανούς εμπάθεια και ένα πνεύμα συγκαλυμμένης εκδικητικότητας, η απογοήτευση ήρθε από την άλλη πλευρά. Οι άσχετοι με την πίστη μας, όχι κατ ανάγκην "οι εξ επαγγέλματος" άθεοι, στηρίζουν την όποια πολεμική τους, σε αλλότριες παραστάσεις που ξεπερνούν την γραφικότητα. Μιλάνε για χριστιανική λατρεία κρίνων, μήλων δαγκωμένων,σεξουαλικού προπατορικού αμαρτήματος και άλλα πολλά που δεν τα πίστευαν ούτε ελαφρείς χωριάτες του μεσαίωνα. Μήπως ευθύνη μας είναι ο ευαγγελισμός του κόσμου ξανά και ξανά, ξεκινώντας από έναν επανευαγγελισμό των ημετέρων;

Δευτέρα

Μαρτίου 12: Γρηγορίου Διαλόγου π. Ρώμης


Σήμερα εορτάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, πάπας Ρώμης. Θεωρείται συντάκτης της θείας τελετουργίας των Προηγιασμένων.Διαλογικά αποσπάσματα από το έργο του βρίσκουμε στον πρώτο τόμο του Ευεργετηνού. Διεγείρουν την μετάνοια και την βαθιά κατάνυξη και είναι πολύ αγαπημένα αναγνώσματα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος γεννήθηκε και έζησε στην Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Ακολούθησε την μοναχική ζωή και αποδείχθηκε αληθινός ασκητής και «στο έπακρον ελεήμων». Αξιώθηκε να γίνη Επίσκοπος και πάπας Ρώμης, τότε που η Ρώμη ήταν Ορθόδοξη. Ονομάσθηκε Διάλογος, επειδή τα περισσότερα έργα του τα έγραψε με διαλογικό τρόπο, δηλαδή με ερώτηση και απόκριση.
Όταν ήταν ακόμη μοναχός, τον επισκέφθηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος ναυαγός, και ζήτησε την βοήθειά του. Ο άγιος Γρηγόριος τον φιλοξένησε και του έδωσε έξι αργυρά νομίσματα. Ο γέροντας μετά από λίγο ξαναήλθε και ο άγιος του έδωσε άλλα έξι. Ύστερα, ήλθε και πάλι για τρίτη φορά και, επειδή ο Όσιος δεν είχε άλλα χρήματα, του έδωσε ένα αργυρό σκεύος, που ανήκε στην Μονή. Και παρά το ότι ο κανονισμός δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο, εν τούτοις δεν δίστασε να προβή σε αυτή την ενέργεια, επειδή δεν μπορούσε να λυπήση άνθρωπο.
Όταν έγινε πάπας της Ρώμης, προσκαλούσε κατά διαστήματα τους πιο πτωχούς της πόλεως και έτρωγε μαζί τους. Κάποτε, έδωσε εντολή να έλθουν στην Επισκοπή δώδεκα πτωχοί για να τους φιλοξενήση. Την ώρα που έτρωγαν, ο άγιος έβλεπε δεκατρείς προσκεκλημένους και ο ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός στην όψη. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πότε έμοιαζε με γέροντα στην ηλικία, πότε με νέο. Όταν οι άλλοι έφυγαν, τον ερώτησε ποιος είναι και εκείνος απάντησε: «Είμαι άγγελος Κυρίου. Σε έχω επισκεφθή και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός, και μου έδωσες ελεημοσύνη δώδεκα αργυρά νομίσματα και ένα αργυρό σκεύος. Ο Θεός, θέλησε να δοκιμάση την προαίρεσή σου και με το παράδειγμά σου να διδάξη και άλλους. Μάλιστα, από τότε έλαβα εντολή να είμαι πάντα μαζί σου, για να σε προστατεύω. Ό,τι θελήσης από τον Θεό να μου το πης και θα το μεταφέρω».

Η ελεημοσύνη η καθαρή και ανιδιοτελής, αυτή που είναι βιωματική και ασκανδάλιστη εγείρει το έλεος του Θεού. Ενώ κάθε ανταλλακτικό αίσθημα και επίδειξη είναι βδέλυγμα τω Κυρίω και δεν έχει ευλογία.Αλλά και οι φύλακες μας άγγελοι, γίνονται φιλανθρωπότεροι και έρχονται εγγύτερα μας όταν η ελεημοσύνη προέρχεται από καθαρή καρδιά.

Κυριακή

Της Σταυροπροσκυνήσεως






Τη αυτή ημέρα, Κυριακή τρίτη των Νηστειών. την ΙΙροσκύνησιν εορτάζομεν του τιμίου και ζωο­ποιού Σταυρού.
Επειδή δια της τεσσαρακονθημέρου Νηστείας, τρόπον τινά, και ημείς σταυρούμεθα, νεκρουμενοι διά των παθών, πικρίας τε αίσθησιν έχομεν άκηδιώντες, και καταπίπτοντες, προτίθεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, ωσανεί αναψύχων, και υποστηρίζων ημάς, και υπομιμνήσκων ημάς, του Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και παραμυθούμενος· ει ο Θεός ημών, δι’ ημάς εσταύρωται, πόσον χρή ημάς δι’ αυτόν πράττειν; κουφίζων τε τους πό­νους ημών, τη παραθέσει των δεσποτικών θλίψεων, και τη υπομνήσει καί ελπίδι της δια του Σταυρού δόξης. Ως γαρ ο Σωτήρ ημών, επί τον σταυρόν άναβάς, έδοξάσθη δια της ατίμου περιαγωγής, και του πικρασμού· ούτω δει και ημάς πράσσειν,  ίνα και συνδοξασθώμεν αυτώ, εί καίτι τέως πάσχομεν αηδές.   Και  άλλως· καθάπερ οι τραχείαν  και μακράν οδόν διανύοντες, και τω καμάτω κεκμηκότες, είπου δένδρον ευσκιόφυλλον εύρωσι,  μικρόν καθίσαντες αναπαύονται,  και  ωσανεί νεαροί γενό­μενοι το λοιπόν της όδοΰ διανύουσιν· ούτω και νυν είς τον της νηστείας καιρόν, και την επίπονον οδόν και τον δίαυλον, ενεφυτεύθη μέσον παρά των αγίων Πατέρων ο ζωηφύρος Σταυρός, άνεσιν και    αναψυχήν ημίν χορηγών. ενσταλείς τε και κούφους προς τον εξής   κάματον, τοις κεκοπιακότας παρασχευάζων. ΄Η ώσπερ εστίν επί Βασιλέως παρου­σία, προπορεύονται τα εκείνου σημεία, και σκήπτρα, είτα και αυτός παραγίνεται, χαίρων επί τη νίκη και αγαλλιώμενος, συνευφραίνεται άμα και το υπήκοον· ούτω και ο Κύριος ημών Χριστός, μέλλων, όσον ούπω το κατά του θανάτου, ενδείξασθαι τρόπαιον, και μετά δόξης προελθείν δια της αναστασίμου ημέρας, προέπεμψε το σκήπτρον αυτού, την βασιλικήν  Σημαίαν, τον ζωοποιόν Σταυρόν, παρασκευάζοντα ημάς έτοιμους γενέσθαι, και αυτόν όσον ούπω τον Βασιλέα εισδέξασθαι, και άνευφημήσαι περιφανώς θριαμβεύσαντα. Εν μέση δε της αγίας Τεσσαρακοστή; Έβδομάδι ότι τη Μερρά πη­γή έοικεν ή αγία  Τεσσαρακοστή δια την συντριβήν, και την ενούσαν ήμίν από της νηστείας πικρίαν και ακηδίαν· ώσπερ ουν εν εκείνη μέση ο θείος     Μωυσής το  Ξύλον ένέ6αλε. Και εγλύκανεν αυτήν, ούτω και ο διαγαγών ημάς Θεός της νοη­τής  ερυθράς, και  του Φαραώ, τω ζωοποιώ  Ξύλω του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. της Τεσσαρακονθημέρου δια της νηστείας πικρίαν, και παραμυθούμενος ημάς ως εν ερήμω διάγοντας έως ου προς την νοητήν Ιερουσαλήμ επαναγάγη διά της εαυτού αναστάσεως. ΄Η, επειδή ο Σταυρός Ξύλον ζωής λέγεται, και εστιν, εκείνον δε το ξύλον εν μέσω του Παραδείσον της Εδέμ πεφυτευμένον ετύγχανεν,  άρμοζόντως και οι θειότατοι Πατέρες το σταυρικόν Ξύλον, εν μέσω της Αγ­ίας Τεσσαρακοστής αυτό κατεφύτευσαν, ομού μεν και της του Αδάμ υπομιμνήσκοντες. άμα δε και την εκείνου δια του παρόντος Ξύλου αναίρεσιν διαγράφοντες· τούτου γαρ γενόμενοι, ου μάλλον αποθνήσκομεν, αλλά ζωογονούμεθα.

Σάββατο

Μαρτίου 10:Αναστασίας της πατρικίας

Η Οσία Αναστασία καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς και ήταν μια από τις πιο θεοφοβούμενες κόρες του Βυζαντίου, στα χρόνια του Ιουστινιανού του μεγάλου (527 - 565 μ.Χ.). Υπήρξε η πρώτη ακόλουθος της Βασίλισσας Θεοδώρας, και ο Ιουστινιανός για την υπέροχη αξία της, της έδωσε τον τίτλο της πατρικίας.

Οι αρετές της όμως, προκάλεσαν το φθόνο της βασίλισσας. Η Αναστασία, προκειμένου να σβήσει κάθε αφορμή του φθόνου, πήρε μέρος της περιουσίας της και κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, σε ένα μέρος που ονομαζόταν Πέμπτον, έκτισε Μονή, που ονομάστηκε Μονή της Πατρικίας, και ζούσε ζωή ασκητική. Αλλά όταν έμαθε ότι την αναζητεί ο Ιουστινιανός, άφησε τη μονή και πήγε στη Σκήτη του αββά Δανιήλ, στον όποιο και διηγήθηκε τα συμβαίνοντα. Αυτός αφού την έντυσε ανδρικά και τη μετονόμασε Αναστάσιο, την τοποθέτησε σ' ένα σπήλαιο δίπλα στη Σκήτη και δύο μοναχοί της έφερναν αυτό πού χρειαζόταν. Συνάμα δε της είπε να μη βγει ποτέ από το σπήλαιο, ούτε να δεχθεί κανένα. Εκεί έμεινε κλεισμένη 28 χρόνια.

Όταν προαισθάνθηκε το τέλος της, προσκάλεσε τον αββά Δανιήλ και, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, παρέδωσε τη δίκαια ψυχή της.


Ω αγάπη για την δικαιοσύνη των εντολών του Θεού! Εσύ και βασιλείς αψηφάς και την σάρκα παραθεωρείς και τον διωγμό αρραβωνίζεσαι και την βασιλεία τιμάς. Χωρίς ζήλο και φόβο Θεού, ο άνθρωπος απόλλυται και χάνει τα πάντα. Με τον φόβο του Θεού κερδίζει την αιωνιότητα.

Τρίτη

Μαρτίου 6: Εύρεσις Τιμίου Σταυρού και Ήλων


Η Αγία Ελένη (247 - 328 μ.Χ.), μητέρα του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α' του Μεγάλου (280/288 - 337 μ.Χ.), το έτος 326 μ.Χ. πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς.

Κατά την παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας, υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε η ανασκαφή, κατά την οποία βρέθηκαν τρεις σταυροί, ήτοι του Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η Αγία Ελένη παρακάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας νεκρός που τον πήγαιναν για ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί του Σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος το μεν ήμισυ του Τιμίου Σταυρού το άφησε στα Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, το δε άλλο ήμισυ μετά των ήλων (καρφιών) το μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.


H αναγωγική ουσία της εορτής πρόκειται στο εξής: Στην εκ βαθέων ενδοσκόπηση ώστε να ανεύρουμε το τυχόν χαμένο σταυρικό μας ήθος, εν όψει κυρίως των ημερών των νηστειών. Και αφού το ανακαλύψουμε να το υψώσουμε στην καρδιά μας, για να μας λαμπρύνει και να μας αγιάσει, προσηλώνοντας τα πάθη μας, με ήλους: την εγκράτεια, την προσευχή και την σιωπή.

Κυριακή

Β΄των Νηστειών: αγίου Γρηγορίου Παλαμά



Διαβάστε τον βίο του αγίου εδώ http://www.saint.gr/167/saint.aspx

Ο λόγος που η αγία μας Εκκλησία έθεσε την μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μια Κυριακή μετά την εορτή της Ορθοδοξίας, είναι για να διατρανώσει ότι οι αγώνες και η θεολογία του αγίου και των ακολούθων του ήταν ίσης σημασίας με την περί εικόνος ορθόδοξη διδασκαλία και η νίκη που κατήγαν εναντίον του βαρλααμισμού, είχε ακριβώς τα ίδια στοιχεία θριάμβου.

Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί ακτίστου φωτός, μεθεκτών ενεργειών της αμέθεκτης ουσίας του Θεού, ησυχαστών και ορθής τριαδολογίας αποτελεί ανακεφαλαίωση της ορθοδοξίας όλων των αρχαίων πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων.

Ο βαρλααμισμός σήμερα, όπως και τότε εκφράζεται ως κακόδοξη μανία και ζήλος κακίας να προβληθεί η ακαδημαϊκή θεολογία ως μοναδική αυθεντία στην σχολαστική γνώση του Θεού και στην προσέγγιση των θείων μυστηρίων. Ένα είδωλο του κόσμου. Η παλαμική ορθοδοξία προέβαλλε ορθώς την χαρισματική θεολογία των αγίων πατέρων και την δυνατότητα του ανθρώπου να θεολογήσει μόνο όταν λάβει την φώτιση και θεωθεί. Αυτό κατορθώνεται ως θείον δώρον μέσα στην ησυχαστική ζωή και τρόπο.

Το στοίχημα είναι  ποια μέθοδο και "σχολή" θα επιλέξουμε όσοι ζήλουμε τα κρείττονα, τα πνευματικά.

Σάββατο

Μαρτίου 3η: Πιαμούν οσίας

Η Οσία Πιαμούν, καταγόταν από την Αίγυπτο όπου έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανή από τον πατέρα της, αλλά η χριστιανή μητέρα της την ανέθρεψε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Όταν δε μεγάλωσε, επιδόθηκε μαζί με τη μητέρα της σε έργα ελεημοσύνης και ευσπλαχνίας. Δεν ήταν βέβαια πλούσιες, αλλά από το φτωχικό τους εισόδημα, συνέδραμαν τους πτωχούς και τους αδύνατους αδελφούς τους.
Όταν η μητέρα της εκοιμήθη, η Οσία μόνη της πλέον, επιδόθηκε στη διακονία των πασχόντων αδελφών της. Επισκέπτονταν τα σπίτια τους, τους παρηγορούσε και τους στήριζε την πίστη. Τόση φήμη απέκτησε η Πιαμούν, ώστε όταν οι εχθροί πολιορκούσαν την γενέτειρά της, ακούγοντας το όνομα της έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν.Εκοιμήθη οσιακά και κηδεύτηκε μέσα σε γενικό πένθος.


Όπως τον καιρό των προφητών, έτσι και την εποχή της χάριτος, οι άγιοι με φιλοπατρία και γνήσια αγάπη, έδωσαν σημεία στους συμπατριώτες και τους ομοφύλους τους, σώζοντας τους από επιδρομές και θάνατο. Γι αυτό είναι άστοχη και αλλότρια κάθε αναφορά στην απατρία των χριστιανών. Ναι μεν την μέλλουσαν πόλιν επιζητούμεν και δεν έχουμε μόνιμη επι της γης πατρίδα, αλλά ουράνια. Όσο ζούμε όμως σε αυτή την γη δεν έχουμε την αδιακρισία και ασπλαχνία να παραθεωρούμε τις ευεργεσίες και το χρέος αγάπης προς την ιδιαίτερη πατρίδα. Από αυτή την έμπρακτη αγάπη και φροντίδα δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι προφήτες, ούτε οι απόστολοι, ούτε ο Χριστός ο ίδιος.

Πέμπτη

Μαρτίου 1η: Ευδοκίας οσιομάρτυρος



Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στη Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας, της Φοινίκης, την εποχή του Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.). Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην αμαρτία και την ακολασία, παρασύροντας με την εκτυφλωτική της ομορφιά πολλούς άνδρες στη αμαρτωλή ζωή, ενώ συγχρόνως συγκέντρωσε πολλά χρήματα.

Η χάρη όμως του Θεού ευδόκησε, ώστε να συμβεί η θαυμαστή αλλοίωση και στην ψυχή της Ευδοκίας. Μετά από μία σοβαρή ασθένεια, εγκατέλειψε την πόλη και την αμαρτία της, για να επιστρέψει εκεί ένα χρόνο αργότερα. Επιθυμώντας όμως να παραμείνει άγνωστη, εγκαταστάθηκε στην άκρη της πόλης. Εκεί γνωρίζει κάποιον μοναχό ονόματι Γερμανό και με τις νουθεσίες του μετανοεί.

Στην συνέχεια, αφού είδε οπτασία, προσήλθε στον Επίσκοπο Θεόδοτο και βαπτίσθηκε. Η οπτασία ήταν η εξής: Παρατηρούσε Άγγελο Θεού να οδηγεί αυτήν προς τον ουρανό και άλλους Αγγέλους να τη συγχαίρουν, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος μαύρος ούρλιαζε και έλεγε ότι αδικείται πάρα πολύ, επειδή η Ευδοκία έγινε Χριστιανή.

Από τότε αλλάζει η ζωή της, χαρίζει όλη της τη περιουσία στο φιλανθρωπικό έργο της τοπικής εκκλησίας και πηγαίνει σε κάποιο μοναστήρι, όπου ζει βίο ασκητικό ως τη στιγμή που τη άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στο Αυριλιανό για να δικαστεί.

Η Αγία όμως με την προσευχή της, κατόρθωσε να αναστήσει το νεκρό παιδί του βασιλιά και να προσελκύσει και τον ίδιο στο Χριστιανισμό. Αργότερα οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού η Αγία και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από το Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.


Εραστές είναι τα πάθη μας, στα οποία αφοσιωνόμαστε με μεγάλο έρωτα και παραδινόμαστε και τα αφήνουμε να μας καθοδηγούν όπου αυτά θέλουν. Μετά όμως μας παραδίδουν στα πικρά βάσανα και τον αρχιδήμιο διάβολο και μας θανατώνουν πνευματικά. Με όπλο την μετάνοια, την εγκράτεια, την θερμή προσευχή τα ξεριζώνουμε ένα ένα και αφήνουμε το χωράφι της ψυχής μας έτοιμο να καρποφορήσει από τον μεγάλο έρωτα, τον Νυμφίο Χριστό.