Κυριακή

του Θωμά



Αυτή την Κυριακή, που είναι δεύτερη από το Πάσχα, εορτάζουμε τα εγκαίνια της Αναστάσεως του Χριστού και την ψηλάφηση του αποστόλου Θωμά.
Τα εγκαίνια, δηλαδή η υπενθύμιση σπουδαίων γεγονότων, ήταν αρχαία συνήθεια· κάθε χρόνο, όταν ερχόταν η μέρα κατά την οποία έγινε κάτι σπουδαίο, έκαναν την ετήσια μνήμη του, για να μη λησμονιούνται τα μεγάλα έργα.
Γι’ αυτό οι Εβραίοι πρώτα στα Γάλγαλα έκαναν το Πάσχα εγκαινίζοντας –δηλαδή ανακαλώντας στη μνήμη τους– τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας· γι’ αυτό εγκαινίζεται από αυτούς και η σκηνή του Μαρτυρίου και η βασιλεία του Δαβίδ και όλα τα άλλα, για να μην τα αναφέρω ένα ένα.
Επειδή λοιπόν απ’ όλα τα γεγονότα το ασύγκριτα μέγιστο έργο που ξεπερνά κάθε έννοια είναι η Ανάσταση του Κυρίου, γι’ αυτό, όχι μόνο κάθε χρόνο την εορτάζουμε και την εγκαινίζουμε, αλλά πάντοτε και κάθε οκτώ μέρες.
Ο πρώτος λοιπόν εγκαινισμός της Ανάστασης είναι η παρούσα Κυριακή, η οποία μπορεί να λέγεται και όγδοη και πρώτη. Όγδοη μετρώντας από το Πάσχα και πρώτη ως αρχή όλων των άλλων. Και πάλι όγδοη, γιατί λαμβάνεται ως εικόνα της ατελεύτητης εκείνης ημέρας του μέλλοντα αιώνα, η οποία βέβαια θα είναι και πρώτη και μία, αφού νύχτα δεν θα τη διακόπτει.
Αυτά σχετικά με τα εγκαίνια.
Τα του Θωμά τώρα έγιναν ως εξής. Όταν ο Χριστός, το απόγευμα της ημέρας που αναστήθηκε, εμφανίστηκε στους Μαθητές, έλειπε ο Θωμάς. Όταν ήρθε και έμαθε την παρουσία του Χριστού, δεν πίστευε όχι μόνο ότι οι Μαθητές τον είδαν αναστημένο, αλλά ούτε ότι αναστήθηκε, αν και ο ίδιος ήταν ένας από τους δώδεκα.
Γι’ αυτό ο φιλάνθρωπος Κύριος, φροντίζοντας για τη σωτηρία του ενός και ταυτόχρονα κάνοντας θεία οικονομία, για να πιστοποιήσει περισσότερο την ανάστασή Του στους μεταγενέστερους, ήρθε πάλι ύστερα από οκτώ μέρες, με τις θύρες κλειστές κι ενώ ήταν παρών και ο Θωμάς, και αφού έδωσε τον συνήθη χαιρετισμό της ειρήνης, απευθύνθηκε στον Θωμά και είπε: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός. Επειδή δηλαδή δεν σου αρκούσε η όραση για να πεισθείς, αλλά ανέφερες και την αφή, βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου»· πράγμα που φανερώνει ότι η πληγή της πλευράς ήταν μεγάλη, έτσι που χωρούσε το χέρι του.
Και κάνοντας αυτό ο Θωμάς και πιστεύοντας με την αφή –διότι του επιτράπηκε να δει και να κάνει αυτά στο άφθαρτο και απόλυτα θεωμένο σώμα, για να βεβαιωθεί– φώναξε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· το πρώτο για τη σάρκα, το άλλο για τη θεότητα.
Του λέει τότε ο Χριστός: «Πίστεψες επειδή με είδες· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!»
Ο Θωμάς τώρα λέγεται Δίδυμος είτε γιατί γεννήθηκε μαζί με κάποιον άλλο είτε γιατί είχε κολλημένα τα δύο του δάκτυλα είτε γιατί απίστησε στην Ανάσταση. Άλλοι όμως λένε, και αυτό είναι το πιο σωστό, ότι το όνομα Θωμάς ερμηνεύεται Δίδυμος.
Αυτή λοιπόν ήταν η δεύτερη φανέρωση του Χριστού.
Η τρίτη ήταν στη θάλασσα της Τιβεριάδας. Έπειτα εμφανίστηκε στους Εμμαούς. Την πέμπτη φορά στη Γαλιλαία. Και όπως λένε, μέχρι την ανάληψη Του εμφανίστηκε ένδεκα φορές, και πολλά και υπερφυσικά θαύματα έκανε ενώπιον των μαθητών μετά την Ανάσταση, τα οποία δεν τα φανέρωνε στους πολλούς.
Αυτά οι ευαγγελιστές τα άφησαν και δεν τα έγραψαν, διότι δεν μπορούσαν να τα ακούσουν οι πολλοί που ζουν στον κόσμο, επειδή ήταν πολύ υψηλά και υπερφυσικά.
Με τις πρεσβείες του αποστόλου Θωμά, Χριστέ, Θεέ μας, ελέησέ μας. Αμήν.

(Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Πεντηκοσταρίου)

άλλη οψις 

ΠΑΣΧΑ ΚΥΡΙΟΥ


Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, αὐτὴν τὴν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου, καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στίχοι
Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα.

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν. 



Είναι δοξασμένος ο Θεός» (Λουκ. α΄ 68). Ας πούμε επαινετικά λόγια σήμερα στο Μονογενή Θεό, τον δημιουργό των ουρανίων πραγμάτων, Αυτόν που έσκυψε στις μυστικές εκτάσεις της γης και με τις φωτεινές ακτίνες Του φώτισε όλη την οικουμένη. Ας πούμε ύμνους σήμερα για την Ταφή του Μονογενή, την Ανάσταση του Νικητή, τη χαρά του κόσμου, τη ζωή όλων των εθνών (Ιωαν. ιστ΄ 20, Λουκ. β΄ 10). Ας υμνήσουμε σήμερα αυτόν που φόρεσε την αμαρτία (Β΄ Κορ. ε΄ 21). Ας πούμε εύφημα λόγια σήμερα στο Θεό Λόγο, που ντρόπιασε τη σοφία του κόσμου (Α΄ Κορ. α΄ 20) επιβεβαίωσε την πρόρρηση των Προφητών, συγκέντρωσε τον όμιλο των Αποστόλων, διέδωσε την πρόσκληση της Εκκλησίας και τη Χάρη του Πνεύματος. Διότι να η απόδειξη, εμείς, που κάποτε ήμασταν ξένοι από τη βαθειά γνώση του Θεού (Εφ. β΄ 13,19), γνωρίσαμε τον Θεό και εκπληρώθηκε το γραμμένο, «θα θυμηθούν και θα στραφούν στον Κύριο όσοι κατοικούν στις άκρες της γης και θα πέσουν να τον προσκυνήσουν όλες οι φυλές των εθνών» (Ψαλμ. κα΄ 28). 

Τι να θυμηθούν; Την παλιά πτώση, τη νέα ανάσταση, την αρχαία παράβαση και τη μετά διόρθωση, τον θάνατον της Εύας, τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας, την αποκατάσταση των εθνών, τη συγχώρηση των αμαρτωλών, την πρόρρηση των Προφητών, το κήρυγμα των Αποστόλων, την αναγέννηση της κολυμβήθρας (Ιωαν. ε΄ 1-30), την είσοδο στον παράδεισο, την επιστροφή στους ουρανούς, το δημιουργό που αναστήθηκε, Εκείνον που ξεντύθηκε όσα δεν του έπρεπαν, Εκείνον που με τη θεϊκή Του μεγαλοσύνη μετέτρεψε το φθαρτό σε αφθαρσία. Και ποια είναι αυτά που τα απομάκρυνε, γιατί δεν του έπρεπαν; Εκείνα που είπε ο Ησαΐας: «Τον είδαμε και δεν είχε ομορφιά ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό Του ήταν ατιμασμένο και στερημένο από ωραιότητα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους» (Ησ. νγ΄ 2-3). 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν συναναστρεφόταν τους ασεβείς Ιουδαίους, που τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιωαν. η΄ 48). Όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και όσοι τους γέννησε το σκοτάδι, κρατούσαν αυτόν που δε χωράει πουθενά για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε άδικα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος γι’ αυτούς, «Εσάς που σας γέννησαν οι οχιές, ποιος σας συμβούλευσε να ξεφύγετε τη μελλοντική οργή;» (Ματθ. γ΄ 7). Διότι πραγματικά θα μείνει πάνω τους η οργή του Θεού. 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν τον αντιμετώπιζαν Αυτόν, το βλαστό της επιείκειας, με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από Αυτόν, που είναι ο δικαστής των όρκων (Μαρκ. ιδ΄ 65). 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον Κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σιωπούσε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι θριαμβολογούσε, το δημιούργημα έδειχνε θράσος και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή. 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο ταύρος στεκόταν ήσυχος, όταν το λιοντάρι ωρυόταν και οι ταύροι στέκονταν αγέρχοι, όπως έχει γραφεί στους ψαλμούς, «Με περικύκλωσαν πολλά και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι. Άνοιξαν το στόμα τους εναντίον μου, όπως το λιοντάρι που αρπάζει και ωρύεται» (Ψαλμ. κα΄ 12). 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν γάβγιζαν τα σκυλιά και ο Δεσπότης έδειχνε ανοχή. Όταν οι λύκοι άρπαζαν και το πρόβατο δεν έφερνε αντίσταση. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο. Όταν έβγαζαν εκείνη την άτακτη και ολέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Το αίμα Του πάνω μας και στα παιδία μας» (Ιωάν. ιθ΄ 15, Ματθ. κζ΄ 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστεως, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι κατήγοροι, οι σκοτισμένοι στη διάνοια, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. ιστ΄ 6, Μαρκ. η΄ 15, Λουκ. ιβ΄ 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι κακότατοι, οι ψιθυριστές, οι μισόκαλοι. Και δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, στάυρωσέ Τον», διότι τους βάραινε η παρουσία της Θεότητος με σάρκα και τους στενοχωρούσε ο έλεγχος για τον τρόπο της ζωής τους. Είναι συνήθεια οι αμαρτωλοί να μισούν τη συναναστροφή με τους δικαίους. 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν φραγγέλωσαν και βασάνισαν το άγιο σώμα Εκείνου που υπέφερε τα πάθη με τη θέλησή Του, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας. Όταν σήκωνε το ξύλο του Σταυρού επάνω στους ώμους Του, τρόπαιο κατά του διαβόλου. Όταν φορούσαν αγκάθινο στεφάνι σ’ Εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Όταν έντυσαν με πορφύρα περιπαιχτικά Αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους ξαναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιωαν. γ΄ 5, Ματθ. κζ΄ 48). Όταν κάρφωσαν στο ξύλο του Σταυρού Αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας το Δεσπότη της ουρανίας στρατιάς των Αγγέλων. 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν έδεσαν σε καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι και Τον πότισαν και έδιναν χολή σ’ Αυτόν που τους έρριξε το μάνα (Εξ. ιστ΄ 13-15). Όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του Ναού κατάπληκτα από το θράσος των ασεβών. Όταν ο ήλιος πενθούσε και ντυνόταν το σκοτάδι σαν σάκο, πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων. Διότι η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η Ζωή, δηλαδή ο Χριστός, ήταν κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο Ληστές, και ο ένας Τον χλεύαζε και Τον κατηγορούσε, ο δε άλλος με τη μετάνοιά του άρπαζε τον Παράδεισο (Λουκ. κγ΄ 39-43). 

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για να ταφεί. 

Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες Τον φύλαγαν και η γη έκρυβε Αυτόν που στήριξε τη γη επάνω στα νερά (Γεν. α΄ 9). Όταν οι Απόστολοι κρύβονταν, μην μπορώντας να υποφέρουν τους πολλούς πειρασμούς.

Όμως πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς που ήλθε μετά το πάθος. Ο ατιμασμένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες τοκετού η γη και κυοφόρησε η ημέρα. Και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Διότι δεν ήταν δυνατόν ο θάνατος να κρατήσει Εκείνον που κρατά τα πάντα με το λόγο Του. 

Ας γιορτάσουμε, λοιπόν, τη μετά από τρεις ημέρες ανάσταση του Χριστού, που προξένησε την αιώνια ζωή. Διότι, όπως ακριβώς η Θεοτόκος Μαρία δε δοκίμασε παρθενικές ωδίνες ανύμφευτης κόρης, αλλά με τη θέληση του Θεού και με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος γέννησε το Δημιουργό των αιώνων, το Θεό Λόγο που προέρχεται από το Θεό, έτσι και η γη από την κοιλιά της, καταργώντας τις ωδίνες του θανάτου (Πραξ. β΄ 24) άφησε, όταν διατάχθηκε, ελεύθερο τον Κύριο των Ιουδαίων. Γιατί δεν μπορούσε να κρατά σώμα το οποίο φέρνει την αθανασία. Σκεπτόμενος, λοιπόν, ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του μεγαλείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευθερία όταν πριν ήταν δούλοι, φωνάζει και λέει: «Βασίλευσε ο Κύριος, φόρεσε το μεγαλείο Του» (Ψαλμ.πβ΄1). 

Ποιο μεγαλείο ντύθηκε ο Κύριος; Την αφθαρσία, την αθανασία, τον όμιλο των Αποστόλων, το στεφάνι της Εκκλησίας. Δεν προδίδει πλέον ο Ιούδας, δεν απειλεί πλέον ο Καϊάφας, δεν οπλίζεται πλέον ο Ηρώδης για να σφάξει τα παιδιά, δε δικάζει πλέον ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν πλέον οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο κι Εκείνος που Τον θεωρούσαν μόνο απλό άνθρωπο, αποδείχθηκε αληθινός Θεός. Γι’ αυτό και εμείς φωνάζουμε: «Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου; Άδη, πού είναι η νίκη σου;» (Α΄ Κορ. ιε΄ 55). «Ο Κύριος βασίλευσε, φόρεσε το μεγαλείο Του, ντύθηκε και ζώσθηκε δύναμη» (Ψαλμ. πβ΄1). Δύναμη λέει το σχέδιο σωτηρίας με την ένσαρκη παρουσία Του, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από αυτήν. Ο ασώματος νίκησε με το σώμα Του τους δαίμονες, με το σταυρό καταπολιόρκησε τις εχθρικές δυνάμεις. 

Δηλαδή, επειδή στην αρχή συγκλόνιζε τη γη η αμαρτία, όταν αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όπως προείπε, τη στερέωσε με το ξύλο του Σταυρού, για να μη βαδίζει πλέον στον γκρεμό της καταστροφής, ούτε να τη δέρνουν οι Χειμώνες της πλάνης. Και μάρτυρα σ’ αυτά που λέμε ας φέρουμε τον μακάριο Παύλο, που λέει τα εξής: «Αυτό το φθαρτό πρέπει να ντυθεί αφθαρσία, και αυτό το θνητό πρέπει να ντυθεί αθανασία» (Α΄ Κορ. ιε΄ 53). Γι’ αυτό και ο ψαλμωδός λέει: «Είναι έτοιμος από τότε ο θρόνος Σου, Εσύ υπάρχεις αιώνια» (Ψαλμ. πβ΄ 2), και ο Δανιήλ: «Η βασιλεία Σου είναι βασιλεία όλων των αιώνων, ας γεμίσουν από ευφροσύνη πολλά νησιά» (Ψαλμ. πστ΄ 1), γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η δοξολογία και η δύναμη στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν. 


αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις την Φωτοφόρον Ανάστασιν

Σάββατο

Το άγιον και Μεγάλον



Τὴν σήμερον μυστικῶς, ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο λέγων· Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεός, τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον, αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας, τῇ σαρκὶ σαββατίσας, καὶ εἰς ὃ ἦν, πάλιν ἐπανελθών, διὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος. 

Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε.
Στίχοι
Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.

Τῇ ἀνεκφράστῳ σου συγκαταβάσει, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν. 


Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.

Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου "κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού", με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως ψάλλουμε, "τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον".

Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο και τον άνθρωπο σε έξι ημέρες, κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύθηκε από τα έργα που έκανε. Γράφει ο Μωϋσής: "Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι" (Γεν. β', 3).

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μωϋσής καθόρισε, ώστε την εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, που ερμηνεύεται ανάπαυση, να αναπαύωνται οι Ιουδαίοι και να αφιερώνεται η ημέρα στην λατρεία και την προσευχή. Η εντολή ήταν σαφής: "Και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν" (Εξ. ιβ' 16).

Υπάρχει ερμηνεία κατά την οποία η εντολή της αργίας του Σαββάτου δόθηκε από τον Θεό κυρίως και προπαντός για την ανάπλαση και ανακαίνιση του ανθρώπου που θα γινόταν με την θυσία και τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου. (Ιωσήφ Καλοθέτης). Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι η αρχή της αναπλάσεως και ανακαινίσεως έγινε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, αλλά η φανερά και αισθητή αρχή της παλιγγενεσίας έγινε την ημέρα της Κυριακής, όταν ο Χριστός αναστήθηκε αισθητώς από τον τάφο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Γι’ αυτό και εμείς, καίτοι τιμούμε το Σάββατο, εν τούτοις τιμούμε περισσότερο την Κυριακή, που την θεωρούμε κυρίως ημέρα αναπλάσεως και αναδημιουργίας. Σεβόμαστε, πάντως και το Σάββατο, κατά τον λόγο του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: "Σεβαστέον ουν τούτο το Σάββατον, ως ημέραν της καθ’ ημάς αναπλάσεως".

Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: "Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν" (Εβρ. δ', 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πη ότι όταν ο άνθρωποςαπομακρύνη κάθε λογισμό από τον νού και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νούς επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.

Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή "καλή ανάσταση" πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή "καλή κατάπαυση".
Ιερόθεος Ναυπάκτου


Παρασκευή

AΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ


Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν.
Στίχοι εἰς τὴν Σταύρωσιν
Ζῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,
Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.
Ἕτεροι εἰς τὸν εὐγνώμονα Λῃστὴν
Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Σήμερα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ καὶ ἐμεῖς ἑορτάζουμε, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι ἑορτὴ καὶ πανήγυρη πνευματική. Γιατί προηγουμένως ὁ σταυρὸς ἦταν ἡ λέξη ποὺ σήμαινε καταδίκη, τώρα ὅμως ἔγινε ἀντικείμενο τιμῆς. Προηγουμένως ἦταν σύμβολο καταδίκης, τώρα ὅμως εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Γιατί αὐτὸς ὁ σταυρὸς μᾶς προξένησε ἄπειρα ἀγαθά, αὐτὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτὸς μᾶς φώτισε ἐνῶ ζούσαμε μέσα στὸ σκοτάδι, αὐτὸς μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ εἴχαμε γίνει ἐχθροί του, αὐτὸς μᾶς ἔκανε φίλους του, ἐνῶ εἴχαμε ἀποξενωθεῖ ἀπ’ Αὐτόν, αὐτὸς μᾶς ἔφερε κοντὰ στὸν Θεό, ἐνῶ ἤμαστε μακριά Του.
Αὐτὸς ἐξαφάνισε τὴν ἔχθρα, αὐτὸς ἐξασφάλισε τὴν εἰρήνη, αὐτὸς ἔγινε γιὰ μᾶς θησαυροφυλάκιο ἀπείρων ἀγαθῶν. Ἐξαιτίας του δὲν περιπλανιόμαστε πιὰ στὶς ἐρήμους, γιατί γνωρίσαμε τὸν ἀληθινὸ δρόμο. Δὲν ζοῦμε πιὰ ἔξω ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιατί βρήκαμε τὴν εἴσοδό της.
Δὲν φοβόμαστε πιὰ τὰ πυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου, γιατί εἴδαμε τὴν πηγή. Χάρη σ’ αὐτὸν δὲν βρισκόμαστε πιὰ σὲ χηρεία, γιατί ἀποκτήσαμε τὸ Νυμφίο. Δὲν φοβόμαστε τὸ λύκο, γιατί ἔχουμε τὸν καλὸ Ποιμένα. Γιατί λέγει ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμένας ὁ καλὸς»
Χάρη σ’ αὐτὸν δὲν τρέμουμε τὸν τύραννο, γιατί εἴμαστε κοντὰ στὸν Βασιλιά. Γι’ αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ τιμοῦμε τὸ σταυρό. Ἔτσι παράγγειλε καὶ ὁ Παῦλος νὰ ἑορτάζουμε τὸ σταυρό. Διότι λέγει: «Ἂς ἑορτάζουμε ὄχι μὲ τὴν παλιὰ ζύμη, ἀλλὰ μὲ ἄζυμα εἰλικρίνειας καὶ ἀλήθειας»
Ἔπειτα, ἀφοῦ πρόσθεσε τὴν αἰτία, συνέχισε; «Γιατί τὸ Πάσχα τὸ δικό μας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας»
Βλέπεις γιατί παραγγέλλει νὰ ἑορτάζουμε τὸν σταυρό; Γιατί ἐπάνω στὸν σταυρὸ θυσιάσθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ὅπου γίνεται θυσία, ἐκεῖ ἐξαφανίζονται τὰ ἁμαρτήματα, ἐκεῖ γίνεται συμφιλίωση μὲ τὸν Κύριο, ἐκεῖ γίνεται ἑορτὴ καὶ χαρά. «Τὸ Πάσχα, τὸ δικό μας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάσθηκε γιά μας». Καὶ πές μου, ποῦ θυσιάσθηκε; Πάνω σὲ σταυρὸ ποὺ στήθηκε ψηλά. Εἶναι καινούριο τὸ θυσιαστήριο αὐτῆς τῆς θυσίας, ἐπειδὴ καὶ ἡ θυσία εἶναι καινούρια καὶ ἀξιοθαύμαστη. Γιατί ὁ Ἴδιος ἦταν καὶ θύμα καὶ ἱερέας. Θύμα, κατὰ τὸ σῶμα Του, καὶ Ἱερέας, κατὰ τὴν πνευματική του φύση. Ὁ Ἴδιος καὶ πρόσφερε τὴ θυσία καὶ προσφερόταν σωματικά.
Σήμερα μᾶς ἔδωσε πάλι τὴν παλιὰ πατρίδα μας, σήμερα μᾶς ἔφερε πάλι στὴν πόλη τῶν προγόνων μας καὶ χάρισε κατοικία σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Γιατί εἶπε ὁ Χριστός: «Σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο»Τί λέγεις; Σταυρώθηκες καὶ καρφώθηκες καὶ ὑπόσχεσαι παράδεισο; Ναί, λέγει, γιὰ νὰ μάθεις καλὰ τὴ δύναμη ποὺ ἔχω ἐπάνω στὸν σταυρό. Ἐπειδὴ, δηλαδὴ, τὸ γεγονὸς ἦταν λυπηρό, γιὰ νὰ μὴ προσέξεις στὴν σταύρωση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθεις τὴ δύναμη τοῦ Σταυρωμένου, ἐπάνω στὸν σταυρὸ κάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ δείχνει ἰδιαίτερα τὴ δύναμή Του.
Γιατί ὄχι ὅταν ἀνέστησε νεκρό, οὔτε ὅταν ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους, οὔτε ὅταν ἀπομάκρυνε τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ ὅταν τὸν σταύρωναν, ὅταν τὸν κάρφωναν, ὅταν τὸν εἰρωνεύονταν, ὅταν τὸν κακολογοῦσαν κατόρθωσε ν’ ἀλλάξει τὴν πονηρὴ σκέψη τοῦ ληστῆ, γιὰ νὰ δεῖς τὴ δύναμή Του καὶ ἀπὸ τὶς δυό πλευρές. Καὶ ὁλόκληρη τὴν κτίση δηλαδὴ συγκλόνισε, καὶ τὶς πέτρες ράγισε, καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ληστῆ, ποὺ ἦταν πιὸ ἀναίσθητη ἀπὸ τὴν πέτρα, τὴ συγκίνησε καὶ τὴν τίμησε.
«Γιατί, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο», λέγει. Ἂν καὶ τὰ Χερουβεὶμ φρουροῦσαν τὸν παράδεισο, αὐτὸς ὅμως ἦταν κύριος καὶ τῶν Χερουβείμ. Ἐκεῖ περιφέρεται πύρινη ρομφαία, ἀλλ’ Αὐτὸς ἔχει ἐξουσία πάνω στὴ φλόγα καὶ τὴν κόλαση καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.


άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Πέμπτη

αγία και Μεγάλη


Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Tῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.
Στίχοι εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.
Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δύο βασικά γεγονότα χαρακτηρίζουν τις ιερές ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης: ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου Ιησού Χριστού με τους μαθητές Του και η προδοσία του Ιούδα. Το βαθύτερο νόημα και των δύο αυτών γεγονότων είναι η αγάπη . Ο Μυστικός Δείπνος είναι η εσχατολογική αποκάλυψη της σωτηριώδους αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, της αγάπης που είναι η καρδιά της σωτηρίας. Η προδοσία του Ιούδα αποκαλύπτει ότι η αμαρτία, ο θάνατος και η αυτοκαταστροφή οφείλονται επίσης στην αγάπη · αλλά σε μια αγάπη καταστροφική, μια αγάπη που διαιρεί, διαλύει και οδηγεί εκεί που κάθε άλλο παρά αγάπη κυριαρχεί. Ακριβώς εδώ βρίσκεται το μυστήριο τούτης της μοναδικής ημέρας, της Μεγάλης Πέμπτης. Οι ιερές ακολουθίες της, όπου το φως και το σκοτάδι, η χαρά και η λύπη είναι παράξένα αναμειγμένα, μας προκαλούν σε μια επιλογή από την οποία εξαρτάται ο τελικός προορισμός του καθενός από μας.
«Προ δε της εορτής του Πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα… αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς…» (Ιω. 13, 1). Για να καταλάβουμε το νόημα του μυστικού Δείπνου θα πρέπει να τον δούμε σαν τέλος της μεγαλειώδους ενέργειας της Θείας Αγάπης, η οποία άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου και τώρα ολοκληρώνεται με το Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
«Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιω. 4, 8). Και το πρώτο δώρο της Αγάπης ήταν η ζωή . Το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής ήταν η κοινωνία. Για να ζήσει ο άνθρωπος έπρεπε να τρώει και να πίνει, να συμμετέχει στη ζωή του κόσμου. Έτσι ο κόσμος ήταν θεία αγάπη που έγινε τροφή, έγινε Σώμα του ανθρώπου. Και όντας ζωντανός, δηλαδή συμμετέχοντας στον κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σε κοινωνία με τον Θεό, να βρει νόημα στον Θεό, να βρει σ’ Αυτόν το περιεχόμενο και το τέλος της ζωής του. Κοινωνία με τον κόσμο – το δημιούργημα του Θεού – ήταν πραγματική κοινωνία με τον Θεό.
Ο άνθρωπος έλαβε την τροφή του από τον Θεό και κάνοντας την σώμα του και ζωή του, πρόσφερε ολόκληρο τον κόσμο στον Θεό μεταμορφώνοντας τον σε ζωή «εν Χριστώ». Η αγάπη του Θεού έδωσε στον άνθρωπο ζωή, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό μεταμόρφωσε αυτή τη ζωή σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτός ήταν ο Παράδεισος . Η ζωή στον παράδεισο ήταν, πραγματικά, ευχαριστιακή . Μέσα από τον άνθρωπο και την αγάπη του για τον Θεό, όλη η δημιουργία επρόκειτο να αγιαστεί και να μεταμορφωθεί σ’ ένα μυστήριο της Θείας Παρουσίας και ο άνθρωπος θα ήταν ο λειτουργός αυτού του μυστηρίου.
Με την αμαρτία όμως ο άνθρωπος έχασε αυτή την ευχαριστιακή ζωή. Την έχασε γιατί έπαψε να βλέπει τον κόσμο σαν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό, και τη ζωή του σαν ευχαριστία, σαν λατρεία και ευγνωμοσύνη… Αγάπησε τον εαυτό του για τον εαυτό του και τον κόσμο για τον κόσμο. Έκανε τον εαυτό του και τον κόσμο αυτοσκοπό. Αγάπησε τόσο τον εαυτό του ώστε τον έκανε το κέντρο, το περιεχόμενο και το τέλος της ύπαρξης του. Πίστεψε ότι η πείνα και η δίψα του, δηλαδή η εξάρτηση της ζωής του από τον κόσμο, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από αυτόν τον κόσμο, από την τροφή που προσφέρει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος και η τροφή, από τη στιγμή που αποχωρίζονται από το αρχικό μυστηριακό νόημα τους – σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό – από τη στιγμή που δεν προσλαμβάνονται σαν δώρα του Θεού και δεν ικανοποιούν την πείνα και τη δίψα για τον Θεό, παύουν να προσφέρουν κάποια ικανοποίηση και κάποιο πλήρωμα. Με αλλά λόγια, όταν ο Θεός δεν είναι πια το αληθινό περιεχόμενο και το νόημα της ζωής του κόσμου, παύει να ικανοποιείται η πείνα και η δίψα γιατί ο κόσμος δεν έχει αυτοζωή… Έτσι τοποθετώντας σ’ αυτά την αγάπη του ο άνθρωπος ξέκοψε από το μόνο αντικείμενο όλης της αγάπης, όλης της πείνας, όλων των επιθυμιών. Και πέθανε. Πέθανε γιατί ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη «αποσύνθεση» της ζωής της ξεκομμένης από τη μόνη πηγή και το αυθεντικό περιεχόμενο.
Ο άνθρωπος αντί να βρει ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο και στην τροφή που του προσφέρει ο κόσμος, βρήκε το θάνατο. Η ζωή έγινε πια κοινωνία με το θάνατο αντί να μεταμορφώνει τον κόσμο μέσα από την πίστη, την αγάπη, τη λατρεία του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Ο άνθρωπος υποτάχτηκε εξ ολοκλήρου στον κόσμο, έπαψε να είναι ο λειτουργός του και έγινε ο σκλάβος του. Με την αμαρτία του ολόκληρος ο κόσμος έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο διότι είναι «καθήμενοι εν χώρα και σκιά θανάτου…» (Ματθ. 4, 16).
Αν και ο άνθρωπος πρόδωσε, ο θεός όμως έμεινε πιστός στον άνθρωπο, δεν έστριψε τα νώτα του. «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος, ο εποίησας Αγαθέ, ουδέ επελάθου έργου χειρών σου, αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως δια σπλάχνα ελέους σου». (Ευχή από τη Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου). Ένα καινούργιο θεϊκό έργο άρχισε · το έργο της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Και ολοκληρώθηκε, το έργο αυτό, με τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, ο οποίος, για να επανορθώσει τον άνθρωπο στο «αρχαίο κάλλος» του και να επαναφέρει τη ζωή στο επίπεδο της κοινωνίας με το Δημιουργό της, έγινε Άνθρωπος. Προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας με όλα τα χαρακτηριστικά της: την πείνα, τη δίψα, τη λαχτάρα για αγάπη, για ζωή. Στο πρόσωπο του ενανθρωπίσαντος Χριστού αποκαλύφθηκε η αληθινή ζωή η οποία είχε αρχικά δοθεί στον άνθρωπο σαν πλήρης και τέλεια Ευχαριστία, σαν πλήρης και τέλεια κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεάνθρωπος Χριστός αρνήθηκε τον βασικό ανθρώπινο πειρασμό: να ζήσει «επ’ άρτω μόνο». Αποκάλυψε ότι ο Θεός και η Βασιλεία Του είναι ο πραγματικός άρτος, η πραγματική ζωή του ανθρώπου. Αυτή την τέλεια ευχαριστιακή Ζωή, τη γεμάτη από τον Θεό – και κατά συνέπεια θεία και αθάνατη ζωή – την έδωσε σε όλους τους πιστούς Του. Δηλαδή οι πιστοί στον θεό βρίσκουν σ’ Αυτόν το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής τους. Ακριβώς αυτό είναι το βαθύτερο, το υπέροχο νόημα του Μυστικού Δείπνου.
Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον Εαυτό Του σαν την αληθινή, την ουσιαστική τροφή του άνθρωπου, γιατί η ζωή του Χριστού είναι η αληθινή ζωή. Έτσι η κίνηση της Θείας Αγάπης που είχε αρχίσει στον Παράδεισο με την προσφορά του Θεού «από παντός ξύλου εν τω Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφή είναι η ζωή του ανθρώπου) φτάνει τώρα στην αποκορύφωση της με κείνο το θεϊκό «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (γιατί ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου). Ο Μυστικός Δείπνος, λοιπόν, είναι η αποκατάσταση του Παραδείσου της τρυφής , αποκατάσταση της ζωής σαν Ευχαριστία και Κοινωνία.
Αλλά αυτή η ώρα της έσχατης Αγάπης είναι επίσης και η ώρα της έσχατης προδοσίας. Ο Ιούδας εγκαταλείπει το φως που πλημμύριζε το «Μέγα Ανώγαιον» και μπαίνει στο σκοτάδι. «Λαβών ουν το ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν · ην δε νυξ» (Ιω. 13, 30). Γιατί έφυγε; Διότι αγαπούσε , απαντάει το Ευαγγέλιο. Και αυτή η μοιραία (θανατηφόρα) αγάπη τονίζεται επαναληπτικά στους ύμνους της Μεγάλης Πέμπτης. «Ο τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ιούδα · νοσών γαρ φιλαργυρίαν, εκέρδησας μισανθρωπίαν · ει γαρ πλούτον ηγάπας, τι τω περί πτώχειας διδάσκοντι εφοίτας; ει δε και εφίλεις, ίνα τι επώλεις τον ατίμητον;…». Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι αντικείμενο της αγάπης του Ιούδα ήταν ο «χρυσός». Ο χρυσός , το χρήμα εδώ αντιπροσωπεύει όλες τις διεστραμμένες και καταστρεπτικές αγάπες που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση του Θεού. Είναι, στην πραγματικότητα αγάπη κλεμένη από τον Θεό και ακριβώς γι’ αυτό ο Ιούδας είναι ο κλέφτης. Και όταν κάποιος δεν αγαπάει τον Θεό και γενικά η αγάπη του δεν προέρχεται από τον Θεό, ακόμα και τότε ο άνθρωπος αγαπάει και επιθυμεί – γιατί είναι δημιουργημένος ν’ αγαπάει και η αγάπη είναι η φύση του – αλλά ένα σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό πάθος τον οδηγεί στο θάνατο.
Κάθε χρόνο καθώς γιορτάζουμε τη μεγάλη αυτή ημέρα της Αγίας Πέμπτης και βυθιζόμαστε στο ατέρμονο φως της και στα απύθμενα βάθη των νοημάτων της ημέρας αυτής, η ίδια αποφασιστική ερώτηση απευθύνεται στον καθένα από μας: εγώ ανταποκρίνομαι στην αγάπη του Θεού και την αποδέχομαι σαν ζωή μου, ή ακολουθώ τον Ιούδα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας του;
Οι ακολουθίες της Μεγάλης Πέμπτης περιλαμβάνουν τον Όρθρο, τον Εσπερινό και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Παλαιά στους Καθεδρικούς Ναούς τελούσαν την ειδική ακολουθία του «Νιπτήρος» μετά τη Θεία Λειτουργία. Σήμερα αυτό γίνεται σε ελάχιστα μοναστήρια. Ενώ ο Διάκονος διαβάζει το Ευαγγέλιο, ο Επίσκοπος (ή ο Ηγούμενος) πλένει τα πόδια δώδεκα ιερέων (ή μοναχών), γεγονός που θυμίζει ότι η αγάπη του Χριστού είναι το θεμέλιο της ζωής της Εκκλησίας και χαρακτηρίζει όλες τις σχέσεις μέσα στην Εκκλησία. Επίσης στις πρώτες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συνηθιζόταν παλαιά να γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη η ακολουθία του Αγίου Μύρου το οποίο χρησιμοποιείται στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος. Σήμερα όμως το Άγιο Μύρο ετοιμάζεται μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως σε ειδική ακολουθία τη Μεγάλη Πέμπτη. Στην ακολουθία αυτή παίρνουν μέρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, o ι Μητροπολίτες και όλος ο κλήρος του Αγίου Θρόνου. Με το Άγιο Χρίσμα που παίρνουμε μετά τη βάπτιση μας δεχόμαστε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η καινούργια αγάπη, που φέρνει ο Χριστός στη γη, μας σφραγίζει την ημέρα που, σαν νέα μέλη, μπαίνουμε στην Εκκλησία .
Στον Όρθρο τα τροπάρια τονίζουν το θέμα της ημέρας που είναι η αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη του Χριστού και στην «ακόρεστη ψυχή» του Ιούδα. Ένα από τα πολλά τροπάρια μας λέει:
«Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας εσκοτίζετο · και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον · φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα σοι»
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκά 22, 1-39) είναι η εξιστόρηση των γεγονότων που έγιναν σε κείνο το «ανώγαιον μέγα εστρωμένον». Ακολουθεί ο ωραιότατος κανόνας – γεμάτος με θεολογικά νοήματα – ποίημα Κοσμά Μονάχου: «Τμηθείση τμάται, πόντος ερυθρός…». Αυτός μας δίνει την ώθηση για αυτοσυγκέντρωση και σκέψη πάνω στο εσχατολογικό νόημα του Μυστικού Δείπνου. Ο τελευταίος Ειρμός της 9ης Ωδής μας καλεί να πάρουμε μέρος στο αθάνατο τραπέζι που με δεσποτική φιλοξενία μας παρέχει ο Κύριος:
«Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί, πιστοί, δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα Λόγον, εκ του Λόγου μαθόντες, ον μεγαλύνομεν»
Στον Εσπερινό μετά το «Κύριε, εκέκραξα προς σε…» στα ιδιόμελα των Αίνων που ακολουθούν τονίζεται η φοβερή πνευματική παρακμή του Ιούδα: Η προδοσία. Αντιπροσωπευτικό είναι το εξής στιχηρό:
«Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος, εκ των έργων απεφάνθη. Ηκολούθει γαρ τω Διδασκάλω, και καθ’ εαυτόν εμελέτα την προδοσίαν · έλεγεν εν εαυτώ · Παραδώσω τούτον, και κερδήσω τα συναχθέντα χρήματα · Επεζήτει δε και το μύρον πραθήναι, και τον Ιησούν δόλω κρατηθήναι · Απέδωκεν ασπασμόν, παρέδωκε τον Χριστόν και ως πρόβατον επί σφαγήν, ούτως ηκολούθει, ο μόνος εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος»
Μετά την Είσοδο του ιερού Ευαγγελίου διαβάζονται τρία αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη:
1) Έξοδος 19, 10-19. Ο Θεός «εν γνόφω» κατέρχεται στο όρος Σινά και ο Μωυσης με το λαό εξέρχεται σε συνάντηση Του. Αυτό προεικονίζει την έλευση του Χριστού στον κόσμο και μάλιστα στην Ευχαριστιακή συνάντηση.
2) Ιώβ 38, 1-23, 42, 1-5. Ο Θεός συνομιλεί με τον Ιώβ, και ο Ιώβ άπαντα: «… τις δε αναγγέλλει μοι α ουκ ήδειν, μεγάλα και θαυμαστά, α ουκ επιστάμην;» Και αυτά τα «μεγάλα και θαυμαστά» εκπληρώνονται τώρα σε τούτο το υπέρλαμπρο «Ανώγαιον» με τα ύψιστα Δώρα: το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
3) Ησαΐας 50, 4-11. Οι προφητείες για τα Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπον μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων…»
Στον Απόστολο διαβάζεται από την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή (11, 23-32) η περιγραφή του Μυστικού Δείπνου και το νόημα της Θείας Κοινωνίας όπως τα δίνει ο Απόστολος Παύλος.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακολουθεί, είναι το μεγαλύτερο σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, και είναι κομμάτια και από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Αναφέρει όλη την ιστορία του Μυστικού Δείπνου, της προδοσίας του Ιούδα, και της σύλληψης του Ιησού Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής.
Ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου αντί του Χερουβικού Ύμνου και του Κοινωνικού ψάλλεται ο ύμνος που λέμε πάντα πριν από τη Θεία Κοινωνία:
«Του Δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε · ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω, ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας. Αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι · Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»
π.Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990.

Τετάρτη

της αλειψάσης μύρω πόρνης γυναικός


Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός, προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητής, συνεφώνει τοῖς παρανόμοις· ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον, αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο, αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ, δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια! ἥν μοι δώρησαι Σωτήρ, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε.
Στίχοι
Γυνή, βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον,
Τὴν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην.
Ἀλλ' ὁ τῷ, νοητῷ μύρῳ χρισθείς, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν ἐπιρρύτων παθῶν ἐλευθέρωσον, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἅγιος, καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν.
Την μεγάλη Τετάρτη οι άγιοι Πατέρες προβάλλουν μια φοβερή αντίθεση. Ένας μαθητής προδίδει και μια αμαρτωλή σώζεται. Εκείνος μισεί τον διδάσκαλο, αυτή αγαπά τον ευεργέτη της. Την μνήμη της αγίας πόρνης αγνοεί το αρχαίο συναξάριο. Η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Ιούδα και την προδοσία του. Από τα αποστολικά χρόνια μάλιστα, γι αυτό και παραλάβαμε την Τετάρτη ως μία από τις δύο νηστίσιμες ημέρες της εβδομάδας. Είναι η ημέρα που ο Χριστός πουλήθηκε ως δούλος στους εχθρούς Του.Οι πατέρες όμως προ της κρίσης του Σταυρού, μικρόν προ του σωτηρίου Πάθους, προβάλλουν και την μετάνοια μιας πόρνης, Μπροστά στον Σταυρό μπορεί να αποστραφούμε και να προδώσουμε τον Θεό που πάσχει, ως ο Ιούδας. Να περάσουμε κρίση σκανδάλου. Μπορεί όμως να Τον αναγνωρίσουμε ως Σωτήρα μας, όπως και η πόρνη και να έχουμε αποκάλυψη σωτηρίας. Κριτήριο είναι η ραθυμία και η μετάνοια.Με την μετάνοια ανοίγουν τα μάτια της καρδιάς προς την πραγματικότητα και την Αλήθεια.

Τρίτη

των δέκα παρθένων


Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτῃ, τῆς τῶν δέκα Παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα.
Στίχοι
Τρίτη μεγίστη Παρθένους δέκα φέρει,
Νίκην φερούσας ἀδεκάστου Δεσπότου.
Ἀλλ' ὦ Νυμφίε Χριστέ, μετὰ τῶν φρονίμων ἡμᾶς συναρίθμησον Παρθένων, καὶ τῇ ἐκλεκτῇ σου σύνταξον ποίμνῃ, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
H αγία και μεγάλη Τρίτη έχει ως θέμα την εσχατολογική ανταπόδοση από τον Κριτή Χριστό, η οποία θα κριθεί πρώτον σε σχέση με τον Ίδιο και δεύτερον σε σχέση με τους αδελφούς μας.
Η παραβολή των δέκα παρθένων μας προτρέπει να έχουμε αναμμένο τον λύχνο της ψυχής μας με έλαιον φωτιστικόν, πριν μας καταλάβει αιφνίδια ο θάνατος ή η έσχατη ώρα του Κυρίου και μείνουμε εκτός της κοινωνίας μαζί του. Λάδι είναι η απόκτηση του Χριστού σε αυτήν ακόμα την ζωή,διότι αν δεν Τον αποκτήσουμε τώρα δεν θα Τον αποκτήσουμε ούτε στην άλλη. Σε σχέση με τους αδελφούς μας είναι οι ελεημοσύνες και η αγάπη που θα δείξουμε στους ελαχίστους,η οποία θα ιλεώσει τον Κριτή.
Στην παραβολή των ταλάντων, καλούμαστε να διαχειριστούμε τα πνευματικά, φυσικά και υλικά τάλαντα που μας χαρίστηκαν από τον Θεό και θα μας ζητηθούν πολλαπλάσια. Είναι μια πρόσκληση σε επίπονο αγώνα και άσκηση και η διανομή τους , η με αγάπη κατασπατάληση τους στην διακονία των άλλων.Μια σπατάλη που δεν φέρνει το έλλειμμα, αλλά μάλλον τον πολλαπλασιασμό τους.
Στην παραβολή του Βασιλέα και των αμνών-εριφίων καλούμαστε να ελεήσουμε την ελάχιστη ψυχή μας με τροφή και πόμα και ένδυμα τον Χριστό, όπως επίσης να επισκεφτούμε τον ασθενή και φυλακισμένο πνευματικό μας κόσμο και να τον διακονήσουμε για να βρεί άνεση ο Χριστός να κατοικήσει. Φυσικά, έχει να κάνει επίσης με την στάση μας απέναντι στους ελαχίστους, στους πονεμένους και τους πτωχούς, με τους οποίους ο Κύριος εταύτισε τον εαυτό Του.
Η μεγάλη Τρίτη λοιπόν έχει να κάνει με μια παγκόσμια πρόσκληση στον αγώνα της εγρήγορσης κατά της ραθυμίας, της πνευματικής αμέλειας και οκνηρίας, πριν μας καταλάβει η ώρα του θανάτου και βρεθούμε εκτός κοινωνίας με τον Νυμφίο, ο οποίος μας προσκαλεί συνεχώς σε Γάμο και βασιλεία μαζί Του.

Δευτέρα

ιωσήφ παγκάλου και μνεία της ξηρανθείσης συκής


Τὰ Πάθη τὰ σεπτά, ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ Κόσμῳ· Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται, τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι, ὁ τὰ σύμπαντα, ἐν τῇ δρακὶ περιέχων, καταδέχεται, ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ, τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς.
Στίχοι εἰς τὸν Πάγκαλον Ἰωσὴφ
Σώφρων Ἰωσήφ, δίκαιος
 κράτωρ ὤφθη,
Καὶ σιτοδότης, ὧ καλῶν θημωνία!
Ἕτεροι, εἰς τὴν ξηρανθεῖσαν Συκῆν.
Τὴν Συναγωγήν, συκῆν Χριστός, Ἑβραίων,
Καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων,
Ἀρᾷ ξηραίνει, ἧς φύγωμεν τὸ πάθος.
Ταὶς τοῦ Παγκάλου Ἰωσὴφ πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
O δίκαιος Ιωσήφ προτυπώνει στα πάθη και την δόξα του, το Πάθος και την δόξα του Χριστού. Όπως αυτός πουλήθηκε από τα αδέλφια του και πετάχτηκε στο λάκκο της αιχμαλωσίας. έπειτα όμως δοξάστηκε και έγινε κύριος της Αιγύπτου, έτσι και ο Χριστός προδώθηκε από τον φίλο Ιούδα στους εχθρούς του και έπειτα από τους αδελφούς του ιουδαίους στους εθνικούς, οι οποίοι τον θανάτωσαν και τον καταβίβασαν έως του άδου.Έπειτα όμως αναστήθηκε και κυρίευσε στην νοητή Αίγυπτο,την χώρα του θανάτου.

Η συκή συμβολίζει την ιουδαϊκή συναγωγή που είχε το νόμο τον σκιώδη αλλά όχι τον καρπό και τα έργα της χάρης. Είναι επίσης ένα εσχατολογικό σημείο που συνδέεται με το κλίμα των ημερών και τονίζει την ανάγκη να είμαστε πάντα έτοιμοι με έργα καρποφορίας και αρετής για να μην παραδοθούμε ως άγονοι στο πυρ της αποξένωσης του Θεού.

Κυριακή

Των Βαΐων


Λόγος αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων
«Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα πήγε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος», στον οίκο της Μαρίας και της Μάρθας, «και του παρατέθηκε δείπνο από αυτούς»· η Μάρθα υπηρετούσε και ο Λάζαρος έτρωγε. Και αυτό ήταν απόδειξη της αληθινής αναστάσεως, το ότι μετά από πολλές ημέρες και ζούσε και έτρωγε. Άρα είναι φανερό, ότι το γεύμα γινόταν στην οικία της Μάρθας· δέχονται δηλαδή τον Ιησού επειδή ήταν φίλοι και αγαπώνταν από αυτόν. Κάποιοι όμως λένε, ότι αυτό γινόταν σε ξένη οικία. Η Μαρία υπηρετούσε γιατί ήταν μαθήτρια. Πάλι αυτή εδώ επιτελεί πνευματικότερη διακονία· δεν διακονούσε όμως σαν προς καλεσμένο, ούτε ήταν κοινή η υπηρεσία της, αλλά σ’ αυτόν μόνο παρείχε την τιμή, και απέδιδε αυτήν, όχι ως προς άνθρωπο, αλλ’ ως προς Θεό. Γιατί γι’ αυτό έχυσε μύρο και το σκούπισε με τα μαλλιά της κεφαλής της, πράγματα που έδειχναν, ότι η υπόληψή της προς αυτόν δεν ήταν τέτοια, τέτοια που του απέδιδαν οι πολλοί. Αλλά την επετίμησε ο Ιούδας με πρόσχημα δήθεν την ευλάβεια. Τί λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Άφησέ την· αυτό το έκανε προνοητικά για την ημέρα του ενταφιασμού μου». Γιατί τέλος πάντων δεν ήλεγξε τον μαθητή για την επιτίμηση της γυναίκας, ούτε είπε αυτό το οποίο είπε ο ευαγγελιστής, ότι επετίμησε τη γυναίκα επειδή ο ίδιος ήταν κλέφτης; Ήθελε με την πολλή μακροθυμία του να του προκαλέσει ντροπή και να τον αποτρέψει από το σχέδιό του. Γιατί, το ότι γνώριζε, ότι ήταν προδότης, φαίνεται από το ότι τον ήλεγξε στην αρχή λέγοντας πολλές φορές• «Δεν πιστεύουν όλοι», και, «Ένας από σας είναι διάβολος». Δήλωσε δηλαδή ότι γνώριζε πως αυτός θα είναι ο προδότης, δεν τον ήλεγξε όμως φανερά, αλλά τον συγχώρησε, θέλοντας να τον αποτρέψει από το σχέδιό του.
Πώς τότε άλλος λέγει, ότι όλοι οι μαθητές το είπαν αυτό; Και όλοι και εκείνος· αλλ’ οι υπόλοιποι όχι με την ίδια προαίρεση. Αν όμως κάποιος θελήσει να εξετάσει, γιατί τέλος πάντων, ενώ ήταν κλέφτης, παρέδωσε σ’ αυτόν το χρηματοκιβώτιο των φτωχών και τον έκανε οικονόμο, ενώ ήταν φιλάργυρος, εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τον απόρρητο λόγο τον γνωρίζει ο Ιησούς· αν όμως πρέπει εμείς στοχαζόμενοι να πούμε κάτι, το έκανε για να του αποκόψει κάθε πρόφαση. Γιατί δεν μπορούσε να πει, ότι το έκανε αυτό από έρωτα για τα χρήματα (καθόσον είχε από το χρηματοκιβώτιο ικανή παρηγοριά της επιθυμίας του), αλλά από μεγάλη κακία, την οποία αν ήθελε να τη συγκρατήσει, δεν θα παρέδιδε τον ευεργέτη. Ο Χριστός όμως, δείχνοντας πολλή συγκατάβαση προς αυτόν, τον ανεχόταν μακροθυμώντας. Γι’ αυτό δεν τον επιτιμούσε που έκλεβε, μολονότι βέβαια το γνώριζε, εμποδίζοντας την πονηρή επιθυμία του και αφαιρώντας του κάθε απολογία. Γι’ αυτό και έλεγε, «Άφησέ την· το έκανε αυτό προνοητικά για την ημέρα του ενταφιασμού μου». Πάλι τον προδότη υπενθύμισε, αναφέροντας τον «ενταφιασμό». Αλλά δεν άγγιζε ο έλεγχος την ψυχή του, ούτε τον μαλάκωσε ο λόγος, μολονότι ήταν ικανός να δημιουργήσει μέσα του οίκτο· ήταν σαν να του έλεγε, είμαι μισητός και φορτικός, αλλά περίμενε λίγο και θα φύγω. Καθόσον και αυτό προετοίμαζε και προμήνυε με το να λέγει, «Εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε». Αλλά τίποτε από αυτά δεν έκανε τον θηριώδη και μαινόμενο εκείνον ν’ αλλάξει γνώμη, μολονότι βέβαια πολύ περισσότερα και είπε και έκανε, και τα πόδια του ένιψε την ίδια αυτή νύχτα, και του πρόσφερε τροφή από την ίδια τράπεζα.
«Πολλοί από τους Ιουδαίους έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται στη Βηθανία, και πήγαν, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά και για να δουν τον Λάζαρο, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς». Και εδώ βλέποντας το θαύμα πίστεψαν πολλοί. Οι άρχοντες όμως δεν αρκούνταν μόνο στα δικά τους κακά, αλλ’ επιχειρούσαν και τον Λάζαρο να φονεύσουν. Γιατί λέγει, «Οι αρχιερείς αποφάσισαν και τον Λάζαρο να θανατώσουν, επειδή εξαιτίας αυτού πολλοί από τους Ιουδαίους έφευγαν και πίστευαν στον Ιησού». Έστω, ήθελαν να θανατώσουν τον Χριστό, ότι καταργούσε το Σάββατο, ότι έκανε ίσο τον εαυτό του με τον Πατέρα, και εξαιτίας των Ρωμαίων, όπως λένε, για να μη καταστρέφουν και τον τόπο και το έθνος αυτών, τον Λάζαρο ποιά κατηγορία είχαν εναντίον του και επιχειρούσαν να τον θανατώσουν, παρά μόνο την κατηγορία ότι ευεργετήθηκε; Βλέπεις πώς η προαίρεσή του ήταν φονική; Μολονότι βέβαια πολλά θαύματα έκανε, αλλά κανένα δεν κατέστησε αυτούς τόσο πολύ θηρία, ούτε ο παράλυτος, ούτε ο τυφλός. Γιατί αυτό και από τη φύση του ήταν θαυμαστότερο, και είχε γίνει μετά από πολλά, και ήταν παράδοξο, να δουν νεκρό τετραήμερο να περπατά και να μιλάει. Πόση μεγάλη αλήθεια η αφροσύνη των δήθεν αρχιερέων! καθόσον κατόρθωμά τους ήταν ν’ αναμιγνύουν την πανήγυρη της εορτής των με φόνους. Αλλωστε, εκεί βέβαια νόμιζαν ότι κατηγορεί το Σάββατο και απομακρύνει τα πλήθη με την πλάνη, ενώ εδώ, επειδή δεν είχαν κανένα ψέμα να προβάλουν, επιχειρούν το φονικό έργο τους εναντίον αυτού που έχει θεραπευτεί. Γιατί εδώ δεν μπορούσαν ούτε αυτό να πουν, ότι εναντιώνεται στον Πατέρα· γιατί η προσευχή τούς αποστόμωνε.
Επειδή λοιπόν και αυτό για το οποίο τον κατηγορούσαν πάντοτε ανατράπηκε και το θαύμα ήταν λαμπρό, ορμούν στο φόνο. Αρα λοιπόν και στην περίπτωση του τυφλού αυτό θα έκαναν, αν δεν είχαν να τον κατηγορήσουν για το Σάββατο. Εξάλλου, εκείνος ήταν άσημος και τον έβγαλαν έξω από τον ναό, ενώ αυτός ήταν επισημότερος· και γίνεται φανερό από το ότι πολλοί πήγαν προς παρηγοριά των αδελφών, και ότι το θαύμα έγινε μπροστά στα μάτια όλων και με πολύ παράδοξο τρόπο· γι’ αυτό όλοι έτρεχαν να τον δουν. Αυτό λοιπόν τους πλήγωνε, το ότι, ενώ η εορτή διαρκούσε ακόμη, αφήνοντας τους πάντες, έτρεχαν να πάνε στη Βηθανία. Επεχείρησαν λοιπόν να τον θανατώσουν, και δεν πίστευαν ότι είναι φαύλο αυτό που τολμούν να κάνουν· τόσο πολύ φονικοί ήταν. Γι’ αυτό αρχίζοντας ο νόμος τις εντολές από αυτό αρχίζει, λέγοντας, «Δεν θα φονεύσεις». Και ο προφήτης αυτό κατηγορεί λέγοντας• «Τα χέρια τους είναι γεμάτα από αίμα».
«Την επόμενη ημέρα το μεγάλο πλήθος που είχε μεταβεί στην εορτή, ακούοντας ότι ο Ιησούς έρχεται στα ’Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά από φοίνικες και βγήκαν προς προϋπάντηση αυτού και κραύγαζαν· Ωσαννά, ευλογημένος να είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, ο βασιλιάς του Ισραήλ». Πώς λοιπόν, ενώ δεν περπατούσε με παρρησία στα μέρη της Ιουδαίας και έφευγε στην έρημο, πάλι μπαίνει με παρρησία στα Ιεροσόλυμα; Αφού έσβησε τον θυμό τους με την αναχώρηση, έρχεται σ’ αυτήν έχοντας παύσει ο θυμός τους· άλλωστε, το πλήθος που προηγείτο και εκείνο που ακολουθούσε ήταν ικανό να τους οδηγήσει σε αγωνία. Γιατί κανένα θαύμα δεν τους απέσπασε τόσο πολύ, όσο το θαύμα του Λαζάρου. Και άλλος επίσης ευαγγελιστής λέγει, ότι «έστρωναν τα ενδύματά τους στα πόδια του», και ότι «όλη η πόλη σείσθηκε», με τόση μεγάλη τιμή εισήλθε. «Βρίσκοντας τότε ο Ιησούς έναν μικρό όνο, κάθισε πάνω σ’ αυτόν, όπως έχει γραφεί, μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών να ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι όνου». Το έκανε βέβαια αυτό, από τη μια εκπληρώνοντας προφητεία, και από την άλλη προτυπώνοντας άλλη προφητεία· και το ίδιο πράγμα της μιας γινόταν αρχή, και της άλλης τέλος. Το, «μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών, να χαίρεσαι γιατί, ο βασιλιάς σου έρχεται σε σένα πράος», ήταν ασφαλώς προφητεία που εκπληρωνόταν, το να καθίσει όμως πάνω σε όνο, προτύπωνε μελλοντικό γεγονός, ότι το ακάθαρτο γένος των εθνών επρόκειτο να γίνει υποχείριο αυτού.
Πώς όμως οι ευαγγελιστές λένε, ότι έστειλε μαθητές και είπε, «λύσατε την όνο και το πουλάρι», ενώ αυτός τίποτε τέτοιο δεν λέγει, αλλ’ ότι «βρίσκοντας έναν μικρό όνο κάθισε πάνω σ’ αυτόν»; Ότι φυσικό ήταν να συμβούν και τα δύο, και μετά το λύσιμο του όνου, αφού ήρθαν οι μαθητές που βρήκαν το πουλάρι, κάθισε πάνω σ’ αυτό. Τα κλαδιά πάλι των φοινίκων και των ελιών και τα ενδύματά τους τα έστρωσαν κάτω, για να δείξουν, ότι είχαν πλέον μεγαλύτερη γνώμη γι’ αυτόν, παρά για προφήτη, και έλεγαν· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου». Βλέπεις ότι αυτό προπάντων κατέπνιγε, τους αρχιερείς και γραμματείς, το ότι πίστευαν όλοι, ότι δεν είναι αντίθεος; Και αυτό προπάντων δίχαζε τον λαό, το να λέγει αυτός ότι ήρθε από τον Πατέρα. Το, «μη φοβάσαι, αλλά να χαίρεσαι υπερβολικά, θυγατέρα Σιών», το λέγει ο προφήτης, επειδή όλοι οι βασιλείς αυτών κατά το πλείστον ήταν άδικοι και πλεονέκτες, και παρέδωσαν αυτούς στους εχθρούς, και διέστρεφαν το πλήθος, και τους καθιστούσαν υπόλογους στους εχθρούς. Έχε θάρρος, λέγει· αυτός δεν είναι τέτοιος, αλλ’ είναι πράος και επιεικής· και γίνεται φανερό από την όνο· γιατί δεν εισήλθε σύροντας από πίσω του στρατεύματα, αλλ’ έχοντας μόνο όνο. «Αυτά όμως που συνέβηκαν τότε», λέγει, «δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του, ότι αυτά είχαν γραφεί γι’ αυτόν, και τα έκαναν αυτά γι’ αυτόν».
Βλέπεις ότι τα περισσότερα τα έκαναν αγνοώντας; Αλλ’ όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς, «τότε θυμήθηκαν, ότι αυτά είχαν γραφεί γι’ αυτόν, και τα έκαναν αυτά γι’ αυτόν», και αυτός δεν τα απεκάλυψε. Και πράγματι όταν είπε, «γκρεμίστε αυτόν τον ναό και σε τρεις ημέρες θα τον ανοικοδομήσω», ούτε αυτό το κατάλαβαν οι μαθητές. Και άλλος όμως ευαγγελιστής λέγει, ότι ήταν κρυμμένος ο λόγος από αυτούς και δεν γνώριζαν ότι πρέπει αυτός ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς. Αλλ’ αυτό βέβαια εύλογα κρυβόταν γι’ αυτό και άλλος ευαγγελιστής λέγει, ότι ακούοντας καθημερινά για το πάθος στεναχωρούνταν και ήταν λυπημένοι· και αυτό συνέβαινε από το ότι δεν γνώριζαν τον λόγο της αναστάσεως. Αυτό λοιπόν εύλογα κρυβόταν, επειδή ήταν ανώτερο από τις πνευματικές δυνάμεις τους, το νόημα όμως της όνου γιατί δεν φανερώθηκε σ’ αυτούς; ’Επειδή και αυτό ήταν μεγάλο. Και πρόσεχε τη φιλοσοφία του ευαγγελιστή, πως δεν ντρέπεται να διαπομπεύει την προηγούμενη άγνοιά τους γιατί, το ότι βέβαια είχε γραφεί το γνώριζαν, το ότι όμως ήταν γραμμένο γι’ αυτόν, δεν το γνώριζαν· καθόσον θα μπορούσε να τους σκανδαλίσει, αν επρόκειτο ο βασιλιάς να πάθει τέτοια. Και εξάλλου, δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν αμέσως τη γνώση της βασιλείας για την οποία έλεγαν. Και πράγματι άλλος ευαγγελιστής λέγει πως νόμιζαν, ότι αυτά λέγονται για τη βασιλεία αυτή.
«Ο κόσμος λοιπόν που ήταν μαζί του διαβεβαίωνε, ότι φώναξε τον Λάζαρο από το μνημείο και τον ανέστησε από τους νεκρούς. Γι’ αυτό και τον υποδέχτηκε ο κόσμος, επειδή άκουσαν, ότι αυτός έκανε αυτό το θαύμα». Γιατί δεν θα άλλαζαν γνώμη, λέγει, ξαφνικά τόσοι πολλοί, αν δεν είχαν πιστέψει στο θαύμα. «Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους• Βλέπετε ότι δεν ωφελείτε καθόλου μ’ αυτά που κάνετε; Να ο κόσμος έτρεξε πίσω του». Νομίζω ότι τα λόγια αυτά λέχθηκαν από εκείνους που ήταν βέβαια υγιείς πνευματικά, δεν τολμούσαν όμως να εκφράζουν τη γνώμη τους με θάρρος. Και ο Παύλος μιλώντας για την ανάσταση, αυτόν τον λόγο ανέφερε. Ποιά απολογία λοιπόν θα έχουν αυτοί που δεν πιστεύουν στην ανάσταση;
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί, για να μη σας απασχολήσομε μάταια και καταστήσομε τον λόγο λαβύρινθο, αφήνοντας αυτά, εκείνο θα πούμε. Να φροντίζετε για την ακρόαση των θείων Γραφών, και να μη λογομαχείτε για τίποτε το μη χρήσιμο προς καταστροφή αυτών που σας ακούνε. Γιατί και ο Παύλος συμβούλευε τον Τιμόθεο, μολονότι βέβαια ήταν γεμάτος από πολλή σοφία και είχε και τη δύναμη να επιτελεί θαύματα. Ας δείχνομε λοιπόν υπακοή σε εκείνον, και αφήνοντας τις φλυαρίες, ας καταγινόμαστε με τα έργα, εννοώ τη φιλαδελφία και τη φιλοξενία, και ας δείχνομε πολύ ενδιαφέρον για την ελεημοσύνη, ώστε και τα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί ο Θεός να επιτύχουμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα πρέπει η δόξα συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΛΓ΄, Εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων, Ε.Π.Ε τ. 40, σ. 311-321)


Σάββατο

προ των Βαΐων: Έγερσις του αγίου και δικαίου Λαζάρου


H ανάσταση του Λαζάρου συνέβη χρονικά λίγους μήνες πριν από το Πάθος.

Η Εκκλησία μας όμως την έθεσε εδώ στον πυλώνα της μεγάλης εβδομάδας διότι προτυπώνει την ανάσταση του Χριστού και την δύναμη και την εξουσία Του πάνω στον θάνατο.

Ο Κύριος φώναξε δυνατά: ΛΑΖΑΡΕ ΔΕΥΡΟ ΕΞΩ! Το οποίο δηλώνει προσταγή:Λάζαρε,εδώ!Έξω!Βγες!Έλα! Δεν παρακαλεσε,δεν προετρεψε,δεν ψιθύρισε.Το φώναξε δυνατά,μπροστά σε φίλους και εχθρούς!Για να δείξει καθαρά ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.Για να δείξει ότι ο σταυρός και τα πάθη τα οποία ερχονται δεν είναι ατυχημα και αδυναμία, αλλα θεληματικά και εκούσια.Για να δειξει ότι προσέρχεται στον θάνατο,κυρίαρχος μέχρι τέλους.Για να δείξει οτι Αυτός είδε τον Πατέρα πριν υπαρξει δημιουργία και πήρε εξουσία από Αυτόν.Για να δείξει ότι ο Λάζαρος δεν Του ήταν ξένος αλλα το πλάσμα Του,ο φίλος ανθρωπος που επλασε καποτε με τα χέρια Του.Για να δείξει ότι μετα την παναγία Ανασταση θα ελθει και παλι με δυναμη και εξουσία να κρίνει ζώντας και νεκρούς.

Λάζαρος είναι ο κόσμος της φθοράς ο απονενεκρωμένος, ο οποίος "ήδη όζει". Ο Κύριος όμως με την ανάσταση Του έφερε την ανακαίνιση της δημιουργίας. Το αποκαλυπτικό "ιδού τα πάντα ποιώ καινά" δεν έχει κάποιο φουτουριστικό χαρακτήρα, αλλά αφορά το τελεσμένο παρόν της συνάντησης της δημιουργίας με τον Αναστημένο Χριστό. Τέλος, Λάζαρος είμαι εγώ ο ίδιος. Για μένα ο Χριστός ήρθε στην Βηθανία του κόσμου μου και με εξείγειρε από τον ύπνο του θανάτου, που μου επέβαλε η αμαρτία και η νέκρωση από το δηλητήριο των Παθών. Τώρα αναστημένος μπορώ να τον ακολουθήσω στην βασιλεία Του.
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου προδηλώνει την κοινή ανάσταση όλων των νεκρών κατά την έσχατη ημέρα.